Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

Εγώ, ο Έρωτας

Είμαι ο καρπός της Άλφα και του Ωμέγα. Εκείνοι με δημιούργησαν, αυτούς πρωτοσυνάντησα. Με λάτρεψαν, με φρόντισαν, με μεγάλωσαν. Με έκαναν αυτό που είμαι τώρα. Δεν ξέρω αν μου αρέσει αυτό που είμαι, μα τα χρωστάω όλα σ’ αυτούς. Ήμουν η μοναδική ενέργεια που βρέθηκε ανάμεσά τους και, τελικά, ήμουν αυτό που μπόρεσε να τους διαλύσει.
Άνοιξα τα βλέφαρά μου… Το πρώτο πράγμα που αντίκρισα ήταν το βλέμμα τους. Διαπεραστικό! Ένιωσα το άγγιγμά τους. Απαλό! Άκουσα τον ψίθυρό τους. Υπνωτικό! Μύρισα την αγκαλιά τους. Θεραπευτικό! Γεύτηκα το φιλί τους. Εθιστικό! Το πρώτο στοιχείο ύπαρξης ήταν η σύνδεσή τους…χωρίς καμία λογική, μα πέρα για πέρα αληθινή. Έχοντας αυτές τις πρώτες εντυπώσεις, η συνείδησή μου αποφάσισε να αφιερωθεί σ’ εκεί-νους. Στους δύο που μπόρεσαν να γίνουν ένα και δημιούργησαν εμένα.
Διάλεξα ν’ αναπνέω μέσα απ’ αυτά που θα προσφέρω… και κάπως έτσι, μεταλλάχτηκα σε κήπο! Γέμισα σιντριβάνια και πηγές, γρασίδι και λουλούδια, παγκάκια και σκιές. Υπήρχα μόνο γι’ αυτούς` χαιρόμουν να τους βλέπω ευτυχισμένους, να με ζουν, να με μαθαίνουν, να μ’ εξερευνούν. Όσο περνούσε ο καιρός, άρχισαν να μοιάζουν κουρασμένοι, σχεδόν ταλαιπωρημένοι. Κάποιες μέρες ερχόταν να μ’ επισκεφτεί μόνο η Άλφα, ενώ έρχονταν βράδια που έβλεπα τον Ωμέγα μόνο σε μια γωνιά, να κλαίει και να σκέφτεται. Υπήρχαν φορές που ούτε καν μου μιλούσαν, κι Εγώ… Εγώ… Εγώ αποφάσισα να αλλάξω!
Αν όντως με είχαν βαρεθεί, έπρεπε να εξελιχθώ. Έτσι επέλεξα να γίνω πλοίο, ώστε όχι μόνο να υπάρχω, αλλά να είμαι και το μέσο για έναν προορισμό. Τι πιο όμορφο απ’ το να ταξιδεύεις με αυτούς που εκτιμάς! Αμέσως επιβεβαιώθηκε η σοφία της διαίσθησής μου.. η Άλφα κι ο Ωμέγα έδειχναν πιο ευτυχισμένοι από ποτέ. Τα βράδια στέκονταν στην πρύμνη μου και θυμούνταν όσα ζήσαμε παλιά –γελούσαν, τραγουδούσαν ή κι έκλαιγαν για να ξορκίσουν κάποιο πόνο. Τη μέρα αγκάλιαζαν την πλώρη μου και χάραζαν πορεία –έκαναν όνειρα κι έπαιζαν σα μικρά παιδιά. Ώσπου έφτασε μία στιγμή που άκουσα φωνές… η Άλφα κι ο Ωμέγα βαρέθηκαν να είναι στ’ ανοιχτά, κουράστηκαν να μην πατούν τα πόδια τους στη γη, σιχάθηκαν να ταξιδεύουνε παρέα. Κάθε τους λέξη την ένιωθα στο είναι μου, κάθε τους δάκρυ τρυπούσε την καρδιά μου… ράγισα κι έμπαζα νερά. Έπρεπε κάτι να σκεφτώ και ν’ αλλάξω μονομιάς, πριν πνιγούμε όλοι μαζί από λάθος δικό μου. Εγώ… Εγώ… Εγώ που νόμιζα πως άντεχα τα πάντα, κόντευα τώρα να βουλιάξω!
Έκλεισα τα μάτια μου κι αφέθηκα στο ένστικτο. Όταν τα άνοιξα ξανά, διαπίστωσα πως πάλι είχα μεταμορφωθεί… ήμουν δωμάτιο τώρα. Κρύο, άδειο, σκοτεινό. Οι σκέψεις μου διαδέχονταν η μία την άλλη με ταχύτητα φωτός. Φοβόμουν μήπως είχα γίνει φυλακή, αλλά καθησυχάστηκα όταν είδα πως δεν είχα παγιδεύσει κανέναν απ’ τους δυο τους. Τότε.. πού πήγαν; Κι εγώ πού είμαι; Γιατί έμεινα μόνος; Γινόταν πλέον φανερό. Οι φαεινές μου ιδέες τους είχαν χωρίσει. Όμως, δίχως αυτούς, Εγώ…Εγώ…Εγώ ποιος είμαι;! Κοίταξα τους καθρέφτες μου, μα έμοιαζα και στους δύο. Προσπάθησα να φωνάξω, μα δεν είχα δυνάμεις. Κρυφάκουσα απ’ τους τοίχους μου και άκουσα να λένε πως είχα πια χαθεί. Μάλλον γι’ αυτό νιώθω μισός. Μάλλον θα ζω μες στο μυαλό τους. Ίσως δεν ήμουν αρκετός.
Ίσως Εγώ, ο Έρωτας του Ωμέγα και της Άλφα, να ‘χα γραφτό να ζήσω μόνο λίγο. Και τι πειράζει; Ακόμα και το λίγο μου, άξιζε τον κόπο. Άλλωστε υπήρξα… κι αυτό από μόνο του ήτανε μια μεγάλη προσφορά.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Έχεις κι εσύ Λόγο