Κυριακή 26 Ιουνίου 2016

Τρόπος του λέγειν

Η γραφή κι η ομιλία είναι απλές υποθέσεις.
Η έκφραση είναι που ανεβάζει τον πήχη.
Όχι αυτή των σκέψεων` κανείς δε δίνει δεκάρα για κείνες.
Για τις ψυχές μας μιλάω` αυτές που κρύψαμε τόσο βαθιά
που πλέον δεν έχουμε ιδέα πού χαθήκαν ή πώς να τις σώσουμε.
«Εκτός οπτικού πεδίου, εκτός λογισμού» λένε φίλοι από μια άλλη πλευρά του πλανήτη.
Τι σε νοιάζει πώς το ορίζουν αυτοί, έχουμε κι εγχώρια ρητά.
Μπερδεύτηκες όμως και πάλι` στα άρρητα εστιάζουμε απόψε.

Έστω Ψ το σύνολο εκείνων που δείχνουν την αλήθεια τους ως αποτέλεσμα γεωμετρικής προόδου με λόγο την οικειότητα και Χ το σύνολο αυτών που προτιμούν τις αντιδράσεις του λεπτού. Εκφράστε τη συνάρτηση που γεφυρώνει την επιθυμία όλων για ειλικρίνεια.

Ευθύτητα – αμεσότητα – αυτοματοποίηση. Πλέον σε πιστεύουν ευκολότερα αν είσαι ταχύς, παρά αν δεχτείς την πρόκληση να βρεις την ουσιαστική σου αλήθεια.

Η χρονοκαθυστέρηση είναι αόρατος λόφος του σύμπαντος – τον σκαρφαλώνεις σήμερα και φτάνεις στην απάντηση του χθες. Βλέπεις την ερώτηση καλύτερα, ανεβαίνει ο νους σου επίπεδα, αναγνωρίζεις πού στεκόσουν και πώς θα υπολογίσεις το ζητούμενο.

Δεν υπάρχει μαθηματική ακρίβεια για το τι θα αντικρίσεις όταν κοιτάξεις τριγύρω. Καμία στατιστική βεβαιότητα ότι οι άλλοι σε περίμεναν ώσπου να μοιραστείς τη θέα της αλήθειας. Μη σπαταλήσεις στιγμές τοποθετώντας την ευθύνη. Η αναζήτηση της απάντησης βρίσκεται πέρα απ’το φταίξιμο` ανακαλύπτει ένα νησί απύθμενου δυναμικού. Προσπάθησε να κολυμπήσεις εκεί κι υπόσχομαι πως δε θα πιάσεις πάτο ποτέ.

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

Αναγέννηση

Σε γνώρισα καλοκαίρι. Τότε που αντίκρισα τον ουρανό και παρατήρησα με ευλάβεια τους φωτεινούς του κατοίκους. Μόνοι, διάσπαρτοι` φλεγόμενη επιθυμία να γίνουν ευχή που υλοποιείται. Θυμάμαι να χάνομαι στη σπείρα σου, να με οδηγείς στην ολότητα. Θυμάμαι νερό να γλείφει τα βότσαλα, τον Τροπικό του Καρκίνου, απροσδιόριστους ήχους και προσδιορισμένη ενότητα. Θυμάμαι ν’ανοίγω τα μάτια μου χωρίς να'μαι η ίδια. Πλέον μπορούσα να δω και ν’ακούω όσα δε φανταζόμουν πως βρίσκονταν πλάι μου. Η συνείδησή μου άλλαξε εμβέλεια, το κύμα μου εξέπεμπε σε νέο μήκος. Τον πρώτο καιρό σε έβρισκα μπροστά μου συνέχεια, σχεδόν δεύτερη φύση να αντιλαμβάνομαι την ηχώ σου στο νου μου. Ήσουν το βίωμα που δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Η αφύπνιση που σήμανες δεν επισκιάστηκε. Η φωνή της αλήθειας σου ενόχληση στο λαιμό που ψάχνει διέξοδο. Τη βρήκε σχεδόν αμέσως, σε αλυσιδωτές αντιδράσεις που έμελλε να ορίσουν την πορεία μου. Αποκαλύφθηκες μαγικά, τόσο που πίστεψα ότι έχω δυνάμεις -και πως, αν θέλω, στο χέρι μου θα είναι ν’αλλάξω τον κόσμο. Όσο κι αν προσπάθησα να μοιραστώ το ταξίδι σου και να εξηγήσω την αξία που είχε για μένα, οι άλλοι σε αντιλαμβάνονταν σαν προορισμό` η επιστροφή, όμως, σου ταίριαζε καλύτερα σαν λέξη.


Τρίτη 21 Ιουνίου 2016

Όραμα

Ήμασταν, που λες, αγκαλιά. Πειράζαμε ο ένας τον άλλον λέγοντας τις αλήθειες μας, χωρίς να φοβόμαστε ότι ο άλλος θα φύγει. Όχι επειδή δε θα το’κανε, απλώς δεν αμφιβάλλαμε για το αν θέλει να είναι εδώ τώρα. Διαφωνούσαμε σχεδόν για τα πάντα, συμφωνούσαμε μόνο στο πιο βασικό` έχουμε δικαίωμα να διαφέρουμε. Δεν πίστευε κανείς ότι θα λειτουργήσουμε ως μονάδα, πόσο μάλλον ως αγία τριάδα: εγώ, εσύ κι η αγάπη μας. Σε πλήγωνα-με πλήγωνες συνέχεια. Ο ένας το μέλι, ο άλλος το γάλα, αράζαμε κάπου ψηλά κι αναρωτιόμασταν τι είναι ζωή. Καθένας εξέλισσε την ύπαρξή του, χωρίς όμως να ξεχνάει τον άλλο. Δεν ήταν πια ξένος. Ένα στρώμα για καταφύγιο, η οριζόντια αγκαλιά το ασφαλές μας σημείο. Νιώθαμε ελεύθεροι να ξεγυμνώσουμε ελπίδες και φόβους. Συζητούσαμε την ουσία των πραγμάτων, χωρίς να ξεχνάμε να γελάμε παρέα. Δεν έφευγες όταν σε έδιωχνα -κι εγώ σ’αντάλλαγμα δε σ’έδιωξα ποτέ μου. Ξεμακραίναμε κάθε τόσο, ζαλισμένοι από την τόση ευτυχία` η σύνδεση όμως είχε ήδη νικήσει. Δε γεννήθηκε θνητός να ξεγελάσει την αλήθεια –κι όταν γνωριστήκαμε, γίναμε τόσο σοφοί που δεν προσπαθήσαμε καν. Είχαμε γίνει η πιο ειλικρινής εκδοχή μας. Δεν ντραπήκαμε να δείξουμε ποιοι είμαστε. Γι’αυτό ενωθήκαμε από το πρώτο μας βλέμμα. Όχι ότι το δεχτήκαμε εύκολα, ούτε που φανταζόμασταν τι περιμένει. Απλά αφεθήκαμε. Ζούσαμε την εμπειρία λεπτό προς λεπτό. Αφήσαμε τα τείχη να πέσουν, χωρίς να χρειαστεί πολιορκία. Όλα στο χρόνο τους, δεν τον αμφισβητήσαμε στιγμή. Μας ρωτούσαν το μυστικό μας συχνά, το θυμάσαι; Δεν απαντούσαμε καν και νόμιζαν το κρύβουμε, ενώ απλά δεν είχαμε ψάξει ποτέ. Η αποκάλυψη κι η ανακάλυψη ήταν καθημερινές μας συνήθειες, χωρίς να χρειαστεί να τις κάνουμε θέμα. Δεν προσποιούμασταν αυτό που βολεύει. Το φυσικό μας έβγαινε αυθόρμητα, δε ζοριστήκαμε ν’αποδείξουμε κάτι. Ίσως ο λόγος που έχουμε διάρκεια να είναι ότι δεν έχουμε μέλλον. Βλέπουμε μόνο παρόν –κι όσο κρατήσει. Μένουμε λοιπόν αγκαλιά.


Κυριακή 19 Ιουνίου 2016

Κόκκινη κλωστή κομμένη

Τη δύναμη που έχω –την ατέλειωτη, την απέραντη, τη μαγική
τη σπαταλώ στην προσπάθεια να συγκρατήσω την αγνή επιθυμία να στοιχειώσω το είναι σου.

Να μείνουμε περιορισμένοι μ'ένα σκοινί να μας δένει, να μη μας δίνει επιλογή πέρα απ'το να καταστρέψουμε ο ένας τον άλλον ψάχνοντας ελευθερία ή ν'αφήσουμε την ελευθερία να μας κατασπαράξει όσο θα χορεύουμε μαζί αγκαλιά. Να σε στοιχειώσω όπως εκείνο το τραγούδι απ’τα παλιά. Δεν καταλαβαίνουν τι εννοώ ή τι νιώθω. Δεν παρεξηγώ κανέναν όμως. Δε χτίστηκαν να μάθουν τη δική μου ζωή ή την αλήθεια. Κι αυτό που αισθάνομαι και ζωντανό και αληθινό είναι. Κι όπως κάθε τι έμβιο, πρέπει να τρέφεται. Για την ώρα γεύεται το μέσα μου, εμένα την ίδια, με καταβροχθίζει, κάνοντας κάθε ανάσα τον πιο αγαπημένο εχθρό. Ποιος θα μπορούσε να δει ότι η δύναμη που σ’έκανε να παραδεχτείς την τύχη σου τότε, θα’ταν η ίδια που τώρα μοιάζει καταδίκη; Εγώ. Αυτή είναι η απάντηση, γι’αυτό δεν είπα τίποτα την ακατάλληλη στιγμή. Δεν ξέρω ποιανού είν' η προφητεία, αλλά την εκπληρώσαμε. Εμένα τι με ξέχασε όμως; Πώς βγαίνουνε γαμώτο από δω;

Τη γνώση που έχεις –την απύθμενη, την αρχαία, τη συμπαντική
τη σπαταλάς στην προσπάθεια ν'αντικρούσεις την ορμή που συμβολίζω. 

Αντί να σε στοιχειώσω εγώ -ένας σκοπός που ξέχασα στο κάλεσμα που πρόθυμα υπάκουσα- με κυριεύεις εσύ. Τον ξύπνιο μου, τον ύπνο, τα ενδιάμεσά μου. Ακόμη κι αν εξαφανίζεσαι αιώνες, επιστρέφεις σαν να’σουν δίπλα μου χτες και κάνεις ξανά το μαζί προσδιορισμό του εμείς. Με στοιχειώνεις όπως κάθε ανάσα που σε είδα να παίρνεις, μάρτυρας της ύπαρξής σου. Δεν τολμούν να συλλάβουν τι εννοώ και τι νιώθω. Δε με νοιάζουν εκείνοι. Δεν αναγνωρίζουν τους ευφάνταστους τρόπους σου να ενοχλείς τη ρουτίνα μου, χίλια σημάδια που -αν ήξερες- ίσως να έπαυες πια να με ορίζεις, από συμπόνια για την αδικία που βιώνω. Ποιος θα μπορούσε να πει ότι η γνώση που σε κάνει να διαμορφώνεις τον κόσμο είναι όντως εν γνώσει σου; Εσύ. Αυτή είναι η απάντηση, γι’αυτό δεν είπες τίποτα τη στιγμή που ρωτήθηκες. Δεν ξέρω ποιανού είναι το ρολόι, αλλά συγχρονισμένα βγάλαμε τους δείκτες. Ο κοινός μας χρόνος λειτουργεί ακόμα όμως. Πώς σταματά να χτυπά η καρδιά μου στον χτύπο του;


Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

Τρίτον

(ψέμα πρώτο)
Λένε ότι όσο ψάχνεις οδηγείσαι στην αλήθεια.
Και την αλήθεια τη βρίσκεις εκεί που την ψάχνεις. 
Δε θυμάμαι να έψαξα ποτέ.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
(ψέμα δεύτερο)
Ο Τρίτων είναι θεός -το’χω γρουσουζιά να βάζω αόριστο, βλέπεις οι θεοί μονοπωλούν το για πάντα. Έχω κάθε λόγο να πιστεύω ότι μεταμορφώθηκε σε σαύρα, με συνάντησε στη λίμνη με τους δράκους και μου δώρισε ένα όμορφο κοχύλι. Ν’ακούς τη θάλασσα που κουβαλάς, μου είπε. Όταν του ζήτησα να εξηγήσει γιατί, βούτηξε και δεν τον ξαναείδε κανείς.

Ακολουθώντας τις οδηγίες, έμαθα ότι η φασαρία της σιωπής ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση. Δεν αρνείσαι όμως τον άθλο που σου ανέθεσε ένα λευκαυγές ουράνιο σώμα, ειδικά όταν η πορεία του αψηφά πιθανότητες. Παρακολούθησα λοιπόν τις τρικυμίες που γέννησε ο μέσα μου χρόνος, ώσπου ξεκλείδωσα το μυστικό που κουβαλούσε.

Έμενε να εντοπίσω τη δύναμη που μου το έδωσε. Πώς φέρνεις όμως το αιώνιο μπροστά σου; Με το κλειδί, το μόνο πράγμα που είχα στα χέρια μου. Το χρησιμοποίησα για να καλέσω αυτόν που μπορούσε ν’ακούσει.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
(ψέμα τρίτο)
Λένε ότι τα σημάδια τριτώνουν. Δύο στις τρεις είμαι εγώ, η τρίτη έρχεται διαρκώς από σένα. Οι βασικές συνθήκες του έρωτα είναι να θες, να μπορείς και να γίνεται, λένε.
Απάντησα «ποτέ» και «για πάντα».


Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016

Οι Φύλακές μου

Γνωρίζω την ύπαρξη φανταστικών ανθρώπων.

Επικοινωνούμε με τηλεπαθητικά βλέμματα, χωρίς λέξεις.

Στα μάτια τους μπορώ να δω τον θεό που κρύβουν.

Κρατούν κομμάτια του εαυτού μου και τα προστατεύουν από το σκοτάδι μου.

Συναντιόμαστε κάτω απ’το φως του φεγγαριού
στο μέρος που μπορούμε να βρισκόμαστε και να γελάμε.

Όταν γελούν, γελάω και όταν γελάω εκείνοι γελούν μαζί.

Με δάκρυα χαράς θα κλαίω για τον χρόνο που κάποτε φυλάξαμε σε μια κλεψύδρα.

Σ’ αυτή τη ζωή δεν ζήσαμε μόνοι.

Μόνοι δεν θα μπορούσαμε να μεταμορφώσουμε τον πόνο σε συμπόνια.

Οι ελπίδες που δημιουργήθηκαν είναι απόδειξη όσων μοιραστήκαμε.

Μαρτυρώ την ύπαρξη φανταστικών φίλων

και λίγα λέω.