Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Κόκκινα Δάκρυα

Έρχεται η στιγμή μου, το ξέρω.
Νιώθω τις λέξεις μου να τελειώνουν.
Τα λάθη ζυγίστηκαν και κρίθηκαν.
Η αλήθεια έλαμψε και το φως της κάλυψε τα πάντα.

Γνώρισα αυτό το φως και είχε όνομα και επίθετο.
Δεν ξέρω αν το βρήκα εγώ ή αν με βρήκε αυτό.
Ξέρω ότι βρεθήκαμε μαζί σε εκείνο το έργο.
Στη μιάμιση ώρα που κρατούσε, ο χρόνος συμπυκνώθηκε και ξεχείλωσε σε μια ζωή.

Τίποτα από αυτά δεν συνέβει σε αυτή τη πραγματικότητα.
Οπότε έψαξα να βρω την πραγματικότητα που έλαβαν μέρος.
Έψαξα να βρω που έγιναν όλα αυτά όσο έλειπα...και τα βρήκα!
Ήμουν εκεί κι ένα κομμάτι εκεί θα κατοικεί δυστυχώς ή ευτυχώς.

Είναι δύσκολη η συμφωνία της καρδιάς.
Γιατί η υπομονή της και η αποδοχή της έχουν ασύλληπτες προοπτικές.
Ζει για να πονάει και να μετατρέπει αυτόν τον πόνο σε αγνότητα.
Ζει για να βασιλεύει.

Θα έδινα αυτή τη βασιλεία πρόθυμα και κάποια μέρα θα το κάνω.
Σε μια καρδιά τόσο μόνη και γεμάτη όσο η δικιά μου.

Ξέρω τη δύναμή της. Έγινα η δύναμή της.
Γεύτηκα μία μόνο σταγόνα από το αίμα της και το θέλω όλο!
Ξέρω πως να φτιάξω έναν θεό τώρα.

Δεν ξέρω όμως πως να τον κάνω ορατό.
Αλλά δεν μπορεί να μην αξίζει τέτοια πρόκληση.

...Τη δέχομαι!

Το πάθος μου ας με κυριεύσει.
Αρκεί να σε ξυπνήσει...


Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

Από δώ; Από κει;

Είμαστε πραγματικά περιορισμένοι να σκεφτόμαστε τι πρέπει να κάνουμε γιατί φοβόμαστε αυτά που θέλουμε; Και αντί αυτού αυτοαναγκαζόμαστε να απελπιζόμαστε για το ποιο είναι το σωστό;
Τι να κάνουμε. Τι να μην κάνουμε.
Ψάχνουμε απεγνωσμένα να βρούμε το σωστό!
Ποιο είναι το σωστό; Ποιος στη Γη ορίζει το σωστό;
Ποιος το διαχωρίζει από το λάθος; Τι είναι λάθος;
Γιατί εμένα μου φαίνεται πιο σωστό και απ'το σωστό τις περισσότερες στιγμές.

Το πιο απλό...
είναι πολλές φορές το πιο δύσκολο.
Πράγματι. Από άρνηση αντιστρέψαμε τις λέξεις,
την ουσία τους, το νόημά τους.
Δεν ξέρουμε πλέον τίποτα.
Και αυτό θα έπρεπε να μας κάνει να θέλουμε να μάθουμε τα πάντα.
Να θυμηθούμε πως άρχισαν όλα και να δημιουργήσουμε νέους κόσμους.
Πες μου, αν όντως ερχόταν το τέλος του κόσμου, θα άλλαζε τις πράξεις σου;
Πες μου, το πιο απλό, θα υπήρχαν άτομα που δεν ξέρουν πως νιώθεις για εκείνους; Ξέρεις πόσος κόσμος θα χανόταν στις αγκαλιές αν απλά μιλούσε αληθινά; Αυτή η γλώσσα κρύβει λέξεις που τις νιώθουμε στη καρδιά όταν μοιράζονται. Και αυτές δεν λέμε.
Γιατί είπαμε τον κόσμο μας κακό.
Και μπήκαν οι άμυνες και κλειδαμπάρωσαν το φρούριο.

Πως γνωρίζεις το κακό αν δεν το ξέρεις; Αν δεν το έχεις βιώσει; Αν δεν το έχεις μέσα σου;
Πως μπορείς να το αναγνωρίζεις όταν το βλέπεις σε καθετί αν δεν το έχεις δει μέσα σου;
Πως αρνείσαι και αντιστέκεσαι να το παρατηρήσεις όταν το δικό σου σκοτάδι κοιτάει στα μάτια τον καθρέφτη του;

Επ, θυμάσαι, υπάρχει και το φως όμως, ναι και ισχύει το ίδιο.

Απλά δεν εστιάζεις σε αυτό. Στρέφεις την προσοχή σου εκεί που διαλέγεις.
Η εσύ επιλέγεις ποιον θα αφήσει να την επηρεάσει, δεν ξέρω, εσύ ξέρεις;

Τι καλύτερη ισορροπία από αυτή των 2 αντιθέτων;
Πόσο πιο δύσκολη η αποδοχή τους και πόσο απλή;

Αναθεώρησα. Και όταν κατέληξα κάπου, ήξερα ένα πράγμα:
έπρεπε να αναθεωρήσω ξανά.


Θέλω να σε καταλάβω...

...γιατί δεν μπορώ να καταλάβω πως δεν βλέπεις αυτό που βλέπω
όταν σε κοιτάζω.
βρήκα το θάρρος να παραδοθώ στα συναισθήματά μου
και άφησα το σώμα μου.
Δεν ξέρω τι καταλαβαίνεις όταν σου λέω ότι θέλω να σε καταλάβω..
Θέλω να σε καταλάβω!
Σαν ύπαρξη, σαν πάθος χωρίς όνομα!

Σου είπα, άφησα το σώμα μου.

Το άφησα για να βρω εμένα.


Πως θα ήμουν σαν άγγελός σου,
χωρίς να το μάθαινες ποτέ.

Κι έτσι κλείνω τα μάτια μου και απλά πιστεύω.
Ναι.

Σε ακούω.

Κρυφοκοιτάζω στα όνειρά σου
και σου ψιθυρίζω μυστικά:
"Στο τέλος, σώθηκαν όλοι...
...αλλά ξεχνάς."

Και δεν είσαι ο μόνος.
"Δεν είσαι μόνος."


Δεν είσαι μόνος.

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Ριφιφί*


*κοινώς, Ερωτική Εξομολόγηση

Άραγε πόσες φορές σου έχω μιλήσει χωρίς να το ξέρω; Πόσες φορές να παρανόησες τα λόγια μου, περνώντας τα για αναμνήσεις; Πόσες φορές να θέλησες δικαιολογημένα να μου πεις να σωπάσω, ώστε απλά να σε νιώσω;

Πόσες φορές να σ'έκανα να νιώσεις παιδί της απομόνωσης; Συγγνώμη. Άθελά μου. Ακριβώς όπως σ' ερωτεύτηκα. Ποιος το περίμενε; Τόσο φοβερό, μα τόσο απλό. Όπως το να βρεθούμε μαζί, μόνοι.

Δε μου'χε περάσει έως τώρα απ'το μυαλό πως η απογοήτευσή σου δεν έχει να κάνει μ' εμένα.

Ενοχές, μαζί σου πράγματι δεν ξέρω ποια είμαι` νιώθω μόνο ποια θέλω να γίνω. Και πώς να σου πω κάτι τέτοιο; Κοντά σου γίνομαι δεκαεφτά και γνωρίζω τους βαθύτερους χτύπους.

Συνήθισε ο φόβος να γίνεται ασπίδα -κι όσο το μυαλό πρότεινε λύσεις, η καρδιά άκουγε μόνο τις φωνές. Μέχρι που συνδέθηκε μ' αυτό που θέλει.

Εσένα. Που είσαι κάτι. Άλλο.
Εσένα. Που νιώθω να με καλείς.
Εσένα. Που κράτησες κάτι δικό μου.
Εσένα. Που το κανάλι μας είν' ακόμα ανοιχτό.



Η Λάμψη ενός Ονείρου

Κάποτε αξίζαμε μα όχι πια.
Δεν μου αξίζεις πια.
Γιατί σ'αγαπώ, σε μισώ, σε σκέφτομαι συνέχεια, μου λείπεις, δεν σε αντέχω μέσα μου, δεν σε αντέχω πουθενά και είσαι παντού! Σε μισώ, με μισώ, μας μισούσα, μας μίσησα και ακόμα σ'αγαπώ.
Δεν αντέχω να σ'αγαπώ. Κάποιος μου ψιθύρισε δεν το αξίζεις.
Ποιος άλλος έχει την ευθύνη όμως;
Ποιος έχει μείνει να τοποθετήσει τα ψίχουλα των χρυσαφένιων σκουπιδιών που άφησες, αν όχι εγώ;
Και έχω την απόλυτη ελευθερία να τα κάνω ό,τι θέλω;
Με κάνεις να γελάω με κακία. Γιατί;
Γιατί κρατάω ακόμα τα ψέμματά σου.
Τα μαζεύω για να μην ξεφύγει ούτε ένα!
Και δεν ξέρω τι δύναμη θέλω να ασκήσω πάνω τους γιατί είδα τι δύναμη ασκούν μέσα μου.
Είδα τι θέλεις να με κάνεις. Είδα τι θέλεις να γίνεις.
Και δεν θέλω να κρατήσω τίποτα κοντά μου.
Γιατί κάποτε αυτός ο καημός θα με σκοτώσει.
Αλλά μόνο εγώ μπορώ να τον αφήσω να μου το κάνει.
Και δεν σ'αφήνω!
Μάταια προσπαθείς.
Πήρα πίσω τον τίτλο που σου έδωσα.
Το ξέρω, ήταν άδικο.
Άδικο για μένα γιατί τον έδωσα όταν το ένιωσα κι ας ήξερα τι θα τον κάνεις. Εσύ τον ζητούσες από την αρχή.
Μα καιρός να επιστρέψει εκεί που τον εκτιμούν.
Δεν άντεξες την αγάπη μου, τότε γιατί έχεις ένα κομμάτι το οποίο κρατάς καλά μη σου φύγει;
Είναι το κομμάτι που πρόσταξα να γυρίσει πίσω!
Δεν το δίνεις πίσω.
Αν το δώσεις, θα χάσεις και δεν είσαι έτοιμος να ρισκάρεις;
Είναι έτοιμο να πετάξει τώρα και είσαι έτοιμος να το σκοτώσεις.
Χωρίς αυτό θα ξεχάσεις. Χωρίς αυτό θα επιστρέψεις σε ό,τι ήσουν. 
Μισός.

Αλλά ξέρω ένα μυστικό που μου σφύριξαν δύο μάτια.
Μου είπαν πολλά βλέμματα και πολλές πράξεις.
Μου έδειξαν γράμματα στον αέρα να φλέγονται από σάπιες φλόγες.
Ένας πράσινος βρικόλακας ορκισμένος να με βρίσκει κάθε φορά σε πέτρινες κρύπτες, αλυσοδεμένο σε μια ξύλινη καρέκλα και να με μαστιγώνει με τις λάμψεις των δοντιών του.
"Τρέχα!" ήταν η μόνη σκέψη στο μυαλό μου. Όλοι να τρέξουν, όσο προλαβαίνουν, πριν λυθώ! "Τρέξτε να σωθείτε γιατί δεν θα πιστεύετε τι σας πλησιάζει! Δεν απειλώ, σας προειδοποιώ τι θα γίνει αν δεν πιστέψετε αυτό που λέω. Δεν μπορώ να το κρατήσω άλλο μέσα! Βγαίνει! Τρέξτε γρήγορα!"

Μια αόρατη δύναμη σπάει τις αλυσίδες μανιασμένα και τον τοίχο από πίσω πετώντας παντού πέτρες και σκόνη. Ο βρικόλακας εκτοξεύεται στον απέναντι τοίχο σαν μύγα που λιώνει στο τζάμι ενός κινούμενου αμαξιού κι ένα ουρλιαχτό πόνου κυριεύει την ατμόσφαιρα. Το κεφάλι μου έτοιμο να εκραγεί και η καρδιά μου μαύρη, σαν τη πίσσα της κολάσεως απ' όπου μόλις ξεβράστηκε. Τα νέα μάτια που μου δόθηκαν, φώναξαν τον δικαστή. Άρχισα να τρέχω μακριά, σχεδόν πετώντας, ουρλιάζοντας με ανείπωτη οργή. Δεν ήξερα γιατί ένιωθα έτσι. Ήξερα μόνο τι ένιωθα. Και αυτό που ένιωθα ήταν αυτό που θα μάθαινα.

Έφτασα στην αρχή ενός δάσους, περικυκλωμένου με συρματόπλεγμα, σκουριασμένο σαν να ήταν γεμάτο ξεραμένα αίματα, ίχνη των προηγούμενων που πέρασαν από μένα. Το μίσος μεγάλωνε σαν δίψα και ακολασία. Κάθε κίνησή μου ήταν γλυκός θάνατος στα μάτια εκείνων που νόμιζαν πως με έβλεπαν. Πήδηξα τον φράχτη και συνέχισα να τρέχω στα βουνά μέχρι που βρήκα μια ομάδα γύρω από μια φωτιά.

"Έρχεται" βρόντηξε ο αρχηγός τους. "σε 1 μήνα, θα είναι εδώ, όταν το φεγγάρι..." Μόνο τις σκοτεινές τους φιγούρες έβλεπα να τρεμοπαίζουν από τη φωτιά, σαν να χόρευαν σε τελετουργικό θυσίας λίγο πριν την αποκορύφωση. Όσο με πλησίαζε, μου πρόσφερε λίγη από τη σάρκα που έτρωγαν λαίμαργα όλοι τους. Εκείνη τη στιγμή φανερώθηκε το μπλε, μυώδες πρόσωπό του με 2 σπιραλοτά κέρατα στο μέτωπο. Μάτια μαύρα, χωρίς αντανακλάσεις, απόγονοι της αβύσσου.

Τότε, μεσολάβησε ένα γεγονός, που μόνο κρυφό μπορεί να προσφέρει κάτι σε αυτόν τον ονειρικό κόσμο. Είναι αβέβαιο και πειραγμένο από τη μνήμη.
Αυτό που σώθηκε ήταν το εξής: 
Η ψυχή. Δεν με άφησε στην άγνοια. Ξύπνησα. Με ξύπνησε για να μου πει πως με είχαν δαγκώσει αλύπητα, χωρίς σταματημό. Και μόλις το άκουσα...μόλις το άκουσα δεν πίστευα στα αυτιά μου. Αυτό που άκουσα, το είχα ξανά ακούσει μέσα μου, χωρίς ήχο. Το ήξερα και δεν ήξερα τις λέξεις. Ήξερα τις λέξεις και δεν τους επέτρεπα να βγουν. Συνειδητοποίησα την πηγή που με βομβάρδιζε για να μου φωνάξει τη θέση της. Δεν θα την έβρισκα αν δεν με είχαν δαγκώσει, ίσως - μια πιθανότητα που δεν είναι ούτε αλήθεια, ούτε ψέμα αφού το παρελθόν πέρασε, κι έγινε όπως έγινε και δεν μπορεί να αλλάξει και δεν μπορούσε να είχε γίνει αλλιώς. Και τα σημάδια δεν θα με αφήσουν να το ξεχάσω ποτέ. Η θυσία είχε ήδη γίνει. Δεν τη γεύτηκα στα χείλη μου. Τη γεύτηκα στο πετσί μου και ακόμα πιο βαθιά.

Το κύμα όμως το ξέβρασε στην επιφάνεια, η επιφάνεια στην ακτή και η ακτή στα βότσαλα. Μόνο το δέρμα μου μαρτυράει το σημάδι και τα μάτια μου τη γνώση. Και τα 2 φθείρονται όμως. Στην επιφάνεια, όχι στην ουσία.

Με σκότωσαν και επιβίωσα και στον θάνατο.
Μόνο που τώρα βαδίζω, ούτε καλός, ούτε κακός, μα βαδίζω σε μια λεπτή κλωστή που όποιος κι αν τραβήξει, εγώ θα επιλέξω που θα πάω, δεξιά ή αριστερά.
Σε κάθε σατανική πλευρά θα της δοθεί αγνότητα, αγάπη και ίσως κάποτε εμπιστοσύνη. Σίγουρα δεν θα μείνει παραμελημένη. Θα νιώσει τη ζεστασιά που έχασε στην αρχή.

Τώρα εγώ ελέγχω την όρασή μου, την ακοή μου, τη γεύση μου, τη μυρωδιά μου, το κορμί μου.

Κι αν ό,τι προηγήθηκε, είναι δικό μου ψέμα, τότε να χαίρεσαι, έγινα σαν εσένα.

Κι επέστρεψα σε μένα.


Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2012

Που πήγαν;

Που πήγε το χαμόγελό σου;
Ποιοι σου το κλέψανε;
Σε ποιους έδωσες το δικαίωμα να το πάρουν από σένα;
Μην τους κρίνεις, είχαν τους λόγους τους. Μην τους δικαιολογείς, δεν ξέρουν αυτό που ξέρεις.
Και πως νιώθεις τόσο χαμένος στις σκέψεις τους;
Γιατί σίγουρα δεν είναι δικές σου. Σίγουρα;
ΑΡΚΕΤΑ!
Φύγαν όλοι και σου άφησαν μόνο την συντροφιά των αναμνήσεων.
Αναμνήσεις που αξίζει να έχεις, μα αναμνήσεις που δεν εκφράζουν την τωρινή αλήθεια της πραγματικότητας. Τις άφησαν σε σένα γιατί μόνο εσύ τις αντέχεις! Εκείνοι δεν άντεξαν τον πόνο.
Το ξέρεις γιατί τώρα θέλεις να τις δώσεις. Όχι πίσω στους ίδιους. Θέλεις να τις παραδώσεις στις Ερινύες. Εκείνες ξέρουν τι θα τις κάνουν. Δεν τις φοβάσαι πια. Αντιθέτως, θα γινόσουν μέλος τους αλλά δεν θέλεις να γυρίσεις πάλι πίσω.

Το βάρος του κόσμου.
Από αυτό σου δίναν κάθε φορά που χαμογελούσες.
Και τώρα στο πήραν μακριά και ακόμα το θες πίσω;
Δεν ήταν αρκετό;
Τι όρκο έδωσες και γιατί τον κρατάς ακόμα;
Τι ξέρεις και δεν μοιράζεσαι μαζί μου;
Μοιράσου μαζί μου!
Σε παρακαλώ, μοιράσου τον κόσμο σου και σου υπόσχομαι την απελευθέρωσή σου..

...Αυτό ορκίστηκες και πριν...
Και τα παράτησαν λίγο πριν βγουν αληθινά τα λόγια σου.

Που πήγαν οι αναμνήσεις σου;
Τις έδωσες κιόλας;
Ήσουν τόσο σίγουρος τελικά;
Εσύ μου έμαθες, χωρίς αυτές δεν θα ήμουν εδώ τώρα!
Μία να άλλαζε μόνο, τίποτα δεν θα ήταν ίδιο!
Τι έκανες τώρα, έχεις ιδέα;
Άλλαξε το χρώμα στις φλέβες σου!
Συγνώμη.
Ήταν η ώρα μου.

Και του ανήκει ακόμα εκείνη η ώρα..
Κι ας έφυγε. Κι ας μείνει εκεί για πάντα.

Βγήκες Αληθινός.


Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Ηδύοσμος ο Utricularious


"Θα κατοικώ μέσα σου"...
Το ήξερα πως θα σε μισήσω γι' αυτό σου το ψέμα.
Δεν ήρθες. Δεν έμεινες. 
Πέρασες, μα δεν άφησες τίποτα δικό σου - ούτε κάτι μικρό, να πιάνει λίγο απ' τον χώρο μου και πολύ απ' το όνειρό μου.
Χέρια, γέλια, τα πήρες όλα μαζί σου. 
Πάω στοίχημα ότι τα έχεις στριμώξει σ' εκείνο το άχαρο κουτί, παρέα με τα χνώτα σου' αυτά, που μου ορκιζόσουν ότι θα με ζεσταίνουν τα πρωινά και θα με λιώνουν τις νύχτες.
Μέχρι και το ουράνιο τόξο. Κι αυτό μαζί σου το πήρες.
Άστραψες, βρόντηξες, και μουσκεμένη μέχρι το κόκκαλο έχω μείνει να το γυρεύω. 
Μάταια. 
Σαν τώρα σε θυμάμαι να αρπάζεις τα χρώματα και να τα παραχώνεις έξαλλος σε μια άοσμη βαλίτσα. Αυτά δεν χωρούσαν, η βαλίτσα ξεχείλιζε, εσύ έβριζες και έσπρωχνες, έσπρωχνες και χτυπιόσουν. Στο τέλος κουράστηκες, έβαλες τα λόγια σου να κάτσουν πάνω στη βαλίτσα, τα χρώματα απ' το βάρος ξεθώριασαν, η βαλίτσα έκλεισε και το λουκέτο κλείδωσε. 
Και δεν άφησες τίποτα.
Δεν μπορεί... 
Τρέχω, κάνω κύκλους γύρω από τον κουτσό άξονά μου και ψάχνω... 
Στο δωμάτιο τίποτα. Λίγο απ' το βλέμμα σου είχε μείνει ψηλά στο ταβάνι, αλλά το ταβάνι ξηλώθηκε και το βλέμμα σου τρίφτηκε νικημένο. Προσπάθησα να το μαζέψω, μα είχε σκορπίσει και το έχασα
(δυο κίτρινες ίριδες βρήκα μόνο, πες μου πού σε βολεύει, αν τις θες, να βρεθούμε να σου τις δώσω). 
Δεν μπορεί...
Αν το διανοηθώ, θα τρελαθώ, ψάχνω, συνεχίζω να ψάχνω... 
Μήπως στην κουζίνα; Μπα, αφού κανείς δεν μαγείρευε, το 'λεγε κι η μαμά σου τότε συντετριμμένη, "μισός είχες μείνει". Το πολύ να πετύχω κανένα σου αποτύπωμα σε κάποιο διαφημιστικό' αυτά με το έτοιμο φαγητό. 
Fast food. Fast fun. Fast run. 
No sun.
Μπαίνω στο μπάνιο με κομμένη την ανάσα, σχεδόν ακούω το αίμα μου να μεταγγίζεται απ' την καρδιά μου στα πόδια μου και τούμπαλιν. 
Ανοίγω ντουλάπια. Μηδέν. Ανοίγω συρτάρια. Το ίδιο. 
Μου έρχεται να ουρλιάξω, όταν - κατά παραγγελία του εγκεφάλου μου, άγνωστο πού τη βρήκε την ψυχραιμία - σκύβω να ρίξω λίγο νερό, μήπως και σβήσω την κάφτρα της μνήμης μου, και τότε τη βλέπω... 
Η οδοντόβουρτσά σου. Μπλε. Με πράσινες ρίγες. Μέτρια. Όχι σε κατηγορία. Σε ποιότητα. Πολύ μέτρια. Οι τρίχες στο κεφάλι της έχουν αναμαλλιαστεί. Όχι δόντια, ούτε πλακάκια δεν την εμπιστεύεσαι να βουρτσίσει. 
Αμφιβάλλω αν θα έρθεις ποτέ να την πάρεις. 
Είμαι πεπεισμένη, σχεδόν σίγουρη, ότι έχεις ήδη πάρει καινούρια. 
Ειλικρινά, δεν ξέρω πώς μπόρεσες. Καλά τις τρίχες, τις τρίχες εντάξει. 
Τον δυόσμο από πάνω της, όμως;
Μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις. 
Τον δυόσμο απ' την οδοντόκρεμά μου, λέω. 
Πώς άντεξες; Πώς αντέχεις;
Ήταν δική μου η οδοντόκρεμα, δικός μου ο δυόσμος, δική μου η ανάσα σου, δικό μου το άρωμά της... 
Οι ψίθυροι, τα φιλιά, δικά μου...
Έφυγες. 
Αν ήρθες ποτέ, έχεις φύγει.
Τέρμα, τελείωσε, αύριο θα βγω να ψωνίσω. Οδοντόκρεμα. 
Αλόη.
Ή μάλλον όχι. Αλάτι μπαμπού. 
Αν και τώρα που το σκέφτομαι, με το αλάτι μπαμπού θα είναι σαν να σε κουβαλάω συνέχεια στο στόμα μου, πάντα σου άρεσαν τ' αλμυρά. 
Ουίσκυ. 
Τ' αποφάσισα. Οδοντόκρεμα με γεύση ουίσκυ θα πάρω. 
Τι κοιτάς έτσι παράξενα; Την πουλάνε στο ίντερνετ, την παρήγγειλα ήδη. 
Ουίσκυ. 
Θα ξεπλένω υπολείμματα και θύμησες. 
Μία γαργάρα, δύο παράσιτα. Μαζί.
Ζαλίστηκα. 
Πες στην απουσία σου να μη φορά τόσο δυνατό άρωμα. 
Είναι αρκετά εκνευριστική και χωρίς αυτό, να της πεις...
Ως εδώ. Αυτό ήταν.
Πιάνω τα μαλλιά μου σπασμωδικά με εκείνο το λάστιχο (μέχρι κι αυτό ξεχειλωμένο είναι, επίτηδες το κάνει;) και ξεκινάω.
Κλείνω τα ντουλάπια. 
Κλείνω το φως. 
Κλείνω τα μάτια.
Αρκεί;
Σκέφτομαι, σκέφτομαι, κάνω σβούρες και σκέφτομαι...
Είμαι σίγουρη. Το διάβασα κάπου.
Το διάβασα κάπου πως ο δυόσμος, λέει, μπορεί στο κατάλληλο ακατάλληλο περιβάλλον να γίνει σαρκοφάγος.
Την καρδιά... 
Πρέπει οπωσδήποτε να κλείσω την καρδιά. Επειγόντως.


Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Angelus Novus


Ξέχασα να σου πω. 
Την είδα. Χτες το βράδυ, αργά. 
Σταμάτα να κουνάς το κεφάλι σου με δυσπιστία - σου λέω, την είδα. Ήταν εκεί, μπροστά μου. Ήταν όμορφη, πολύ όμορφη... 
Ναι, όπως πάντα, δίκιο έχεις. Ήταν όμορφη όπως πάντα. 
Τι φορούσε; Δεν θυμάμαι τι φορούσε. Όχι, μη με κοιτάς πάλι μ' αυτό το ύφος της συγκατάβασης. 
Στο έχω ξαναπεί, τα μάτια σου προδίδουν τη δηκτική ειρωνεία' αυτήν που με δυσκολία καταπίνεις να μη βγει σαν τρομερό γέλιο απ' τα χείλη σου, αυτή, την προδίδουν τα μάτια σου, μην το κάνεις. 
Τι πάει να πει, είμαι σίγουρη; Την είδα, σου λέω, απλώς δεν θυμάμαι τι φορούσε, δεν μπορώ να θυμηθώ τι φορούσε, ήταν νύχτα και δεν μπορώ να... 
Στάσου. Θυμήθηκα. 
Είχε βάλει τα καλά της... 
Σου είπα, ήταν πολύ όμορφη. 
Φορούσε τα κόκκινα μαλλιά μου κι ένα στεφάνι απ' τον καπνό του τσιγάρου του. 
Είχε ντυθεί με το σώμα που με σκέπασε την πρώτη μας νύχτα κι είχε ζωστεί με το πρώτο μας άγγιγμα. Αυτό, που ξεκίνησε κάποτε και δεν σταμάτησε ποτέ ν' ανιχνεύει...
Στ' αυτιά της είχε κρεμάσει τον αναστεναγμό της πρώτης μας ένωσης και στο λαιμό της τις συλλαβές της πρώτης αγάπης... 
Περπατούσε και το πιο εύηχο "σ' αγαπώ" αντηχούσε, καθώς οι πέτρες του κρεμαστού της, 
συγκοινωνούντα εκκρεμή σε ολόκληρη κίνηση, 
συναντούσαν η μία την άλλη. 
Απορώ που δεν τ' άκουσες, ήταν ο πιο εκκωφαντικός ψίθυρος που έχω ακούσει ποτέ μου...
Τα μάτια της; Τι εννοείς "τι φορούσε στα μάτια της"; Αφού το ξέρεις, δεν της άρεσε ποτέ να φτιασιδώνει τα μάτια της. Είχε καρφώσει δυο άσπρα αστέρια στο κέντρο τους και είχε πλέξει την ευχή απ' το όνομά του στα βλέφαρα. 
Για ποιες ρυτίδες μιλάς; Ρυτίδα καμιά. Τα γέλια που δεν ειπώθηκαν. Αυτά είδα. Κυλούν στη σμίλη του προσώπου της, σκαρπέλο από απουσία...
Αν μου μίλησε; Μου τραγούδησε. Κάτι για κάποια γιασεμιά που περιμένει ν' ανθίσουν... Δεν κατάλαβα. Ήμουν πολύ κουρασμένη, και δεν κατάλαβα. Θυμάμαι μόνο που τα έψαχνα με τη μύτη μου. Δεν τα βρήκα...
Τι; Με συγχωρείς, αφαιρέθηκα. Τη σκεφτόμουν όπως τίναζε τα φτερά της κι αφαιρέθηκα. 
"Σκόνη πολλή τα βάρυναν", μου είπε. 
"Το παρελθόν που γεμίζει το βλέμμα σου. Έτσι συνήθως γίνεται, όταν κοιτάς προς τα πίσω. Ο συλλέκτης των στιγμών μέσα σου επιμένει να με λερώνει. Ανασκαλεύει τα οστά του παρόντος σου και σαν μανιώδης μήτρα μαυσωλείων μού τα φορτώνει στην πλάτη"... 
Τι με ρώτησες; Τ' όνομά της; 
Ναι, μου το ζωγράφισε.
Έβγαλε τα παπούτσια της και το χόρεψε. 
"Ιστορία μιας σχέσης" μού αποκάλυψε.
Και πέταξε μακριά μου...

*******************************

Σάστισα. 
Αν πικράθηκα;
Δεν πρόλαβα.
Ένας πόνος με τρύπησε, βελόνα με χρυσή κλωστή. 
"Αύριο" μου κελάηδησε.
Και κατάλαβα...
Δεν παράγει η Ιστορία ερειπωμένες στιγμές,
οι ερειπωμένες στιγμές συνθέτουν την Ιστορία.
"Σκόνη πολλή..."
Καληνύχτα.

Ο Χρόνος που βιώνω

Ζούμε σε έναν κόσμο που ζωώδη πλάσματα κατοικούν ελεύθερα σαν σκλάβους σε έναν απολίτιστο πολιτισμό που οι ίδιοι στηρίζουμε και κατακρίνουμε ταυτόχρονα.
Ο μέγιστος χρόνος των εμπειριών μας είναι ανύπαρκτος σαν τον ίδιο το χρόνο τους. Αλληλεπιδράσεις μέσω του αέρα με λέξεις, βλέμματα, ήχους που δεν αγγίζουν κάτι χειροπιαστό.
Αγγίζουν κάτι βαθύ και κάτι πέρα από κάθε, σχεδόν ανθρώπινη, κατανόηση.
Κάτι που αναιρεί ό,τι ειπώνεται κάθε στιγμή του παρόντος - που ανήκει στο παρελθόν πια. Σαν να εξηγείς τι είναι ο χρόνος με ορισμούς για το τι δεν είναι χρόνος.

Τι δεν είναι ο χρόνος;

Πως ξέρεις τι δεν είναι αν δεν γνωρίζεις τι είναι;

Γεννάς χρονικές λέξεις για να μεταδόσεις ένα συγκεκριμένο γεγονός. Ίσως ένα συναίσθημα.
Και τι λυτρωτικό που είναι να εκφράζεσαι! Νιώθεις η ύπαρξη που κάποτε πήρε σάρκα και οστά, και τα σέρνει σαν μια εκτίμηση που ξέχασε, συγκρούεται αρμονικά και ολοκληρωτικά σε μια στιγμή αιώνια.

Πονάει που δεν είναι κάθε στιγμή αιώνια στο βιβλίο της ζωής μας.

Λείπουν ολόκληρα κεφάλαια και εκατομμύρια σελίδες που ψάχνεις να βρεις πως και πότε χάθηκαν. Μα πως χάθηκαν; Μόλις θυμήθηκες πως υπάρχουν σε κάποιο τώρα. Που ήταν κρυμμένα; Στην επιφάνεια; Στο επίκεντρο που εσύ εστιάζεις και που σχολιάζεις με λέξεις σύμβολα για να μην πεις το αληθινό τους όνομα;

Και είναι η αλήθεια!

Όλοι φοβόντουσαν να τολμήσουν να πουν το αληθινό όνομα του Θεού. Η αλήθεια του μένει κοινό μυστικό και κατάρες σε όποιον το μουρμουρίσει και καταστροφές ατομικών κόσμων σε όποιον το σκεφτεί!

Πες μου! Τι ονόματα έχουν αλλάξει;

Γιατί βλέπω τις ίδιες καταστάσεις κάθε φορά, εδώ και κάτι χιλιετίες.

Και τι είναι πραγματικά ένα όνομα;

Τι έχει αλλάξει άραγε;
Είναι η τέταρτη διάσταση του μυαλού μου;
Είναι η καρδιά που ο νους μεταφράζει με παρεμβολές και λευκό θόρυβο;

Τι αλλάζω με κάθε σκέψη;

Τι προκλήσεις ακούει το σύμπαν με κάθε επιθυμία, φόβο και ασυνείδητη σκέψη;

Τι ενέργειες ελκύουμε μόνο και μόνο επειδή οι σκέψεις μας τονίζουν την ύπαρξή μας; Την αληθινή μας υπόσταση, εκείνη που πέρα από αυτά που βλέπουν τα μάτια μου, είναι μια ολοκληρωμένη και τρανή συνείδηση!

Ε, αυτός είναι.
Άχρονος.

Γιατί δεν γεννήθηκε και δεν θα πεθάνει. Είναι ανύπαρκτος.

Και αυτή η ανυπαρξία είναι που υπάρχει, γιατί μπορούμε προφανώς και μιλάμε για αυτή. Λέμε τι είναι, τι δεν είναι και ξεχνάμε καθώς επιστρέφουμε και θυμόμαστε πως τώρα αναπνέουμε αέρα. Ζούμε χάρις σε κάτι που δεν είναι χειροπιαστό κι όμως πιστεύουμε σε αυτό.

Και αναπνέουμε βαθιά.

Νιώθω...
Την καρδιά μου να χτυπά δυνατά.
Το μυαλό μου νιώθει την καρδιά και την ανυψώνει στους ουρανούς.
Η συνεργασία τελικά γίνεται επίγνωση και εκτιμάται.
Ευγνωμοσύνη η αξία της.
Κι ένας άυλος πόνος που μόνο ένα όνομα του δίνω.
Της αλήθειας πίσω από το πέπλο του.

Αποδοχή.


Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Μήλα


Υπόγεια ή προκλητικά;
Απωθημένα ή απορίες;
Αλλαγή ή διαφορά;
Ρητορικές οι ερωτήσεις.

Οι Αλήθειες καταδικάζονται στο ανολοκλήρωτο.
Οι υποχθόνιες ενέργειες έγιναν θεός σου.

Ποιος προφητεύει και ποιος προσπαθεί να ελέγξει;
Η προσπάθεια είναι κατάρα.
Λέξεις κενές` κανείς δεν τις νιώθει.
Ή μήπως όχι;
Μήπως εσύ;

"Μου κάνεις κακό".
"Ή δύναμη είναι δική σου. Κι οι επιλογές. Κι οι αποφάσεις".
"Γιατί ζεις στο ψέμα;" ρώτησε το παρελθόν μου.
"Μόνο εκεί μπορώ να σε βρω", είπες πριν φύγεις.

Σε μισώ. Σ'αγαπώ. Σε νιώθω.

Πώς σταματάει;
Πώς ξεκινάει;

Τι είναι αυτό που διστάζεις να πεις;
Καθαρές πράξεις, ξεκάθαρα λόγια.
Χρησιμότητες που ξέχασες να αξιοποιείς.

Είμαι βοήθεια μόνο όσο θέλω.
Είσαι κενό. Είσαι πληγή.

Βρήκες την ψευτιά μου, τώρα πάρτε δρόμο.
"Στα τσακίδια", μ'ακούς;
Αυτά σου πρέπουν, μ'αυτά θα μείνεις.
Κατάρες: μαύρα πουλιά επιστροφής.

Κι εσύ ακόμα να μου πεις τη στιγμή σου.



Συν + χωρώ. Προσπάθησε.


Πονάς, το νιώθω.
Κατηγορείς τον εαυτό σου και τον καταδικάζεις στον πόνο. Μόνος σου εκκολάπτεις το αυγό του φιδιού στον κόρφο σου κι όπου φίδι βάλε τη σκληρή φωνή μέσα σου που, σαν γνήσιος τύραννος, σου τσακίζει τα μάτια κάθε που πας να δεις την αλήθεια. Τη συγχώρεση.
Πολύ μεγάλη λέξη η συγχώρεση. Χωράει μέσα τα πάντα. Ακόμα κι εσένα. Εσύ μου το είπες. Μόνο οι δυνατοί συγχωρούν. Όχι μόνο τους άλλους - και τους εαυτούς τους. Πρέπει να βρεις τη δύναμη να συγχωρέσεις τον εαυτό σου, να συμφιλιωθείς με τη συνείδησή σου, να κάνεις ειρήνη.
Δεν θα σου πω "δεν έφταιξες". Κι ας μην ξέρω, το πιθανότερο είναι πως έκανες λάθη. Έχεις το θάρρος και τ' αναγνωρίζεις. Κι αυτά και την ευθύνη σου για την αποκατάσταση των πραγμάτων. Γιατί δεν αφήνεις τη συνείδησή σου να ηρεμήσει, ν' ανακτήσει την πίστη της στην ύπαρξή της; Είναι σαν να φοβάσαι πως μια ενδεχόμενη ειρήνη με τον εαυτό σου, θα τον επαναπαύσει και θα τον κάνει να χάσει τον δρόμο από τον στόχο του. Γιατί δεν δείχνεις λίγη εμπιστοσύνη; Προσπάθησε.
Ο Λεβιάθαν κατάπινε αυτούς που το επέτρεπαν, παραδίδοντας την ατομικότητά τους στη βορά του κινδύνου που από φόβο τον έβλεπαν ασφάλεια, στη βορά της απρόσωπης μάζας που από φόβο την έβλεπαν "σύνολο". Όταν εσύ τα έχεις αναγνωρίσει όλα αυτά, όταν έχεις δει αυτά τα ανόσια βαφτίσια να εκτυλίσσονται μπροστά σου και η μπομπονιέρα με τ' όνομά σου είναι ακόμα στον πάγκο, γιατί φοβάσαι; Η διαφορετικότητά σου δεν καταπίνεται ούτε χωνεύεται τόσο εύκολα, μη σε νοιάζει. Μπορεί να έχει για λίγο στριμωχθεί σε άχρωμα τυποποιημένα κουτιά, αλλά στο χέρι σου είναι να ξεσηκώσεις τα πινέλα και να τα βάψεις. Σε καλώ στο ψέμα, θα μου πεις. Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Πλαστογραφία εν γνώσει του πλαστογραφηθέντος δεν συνιστά πλαστογραφία...
Οι προτεραιότητες είναι σημαντικές, είναι η αρχή των πάντων. Η προσήλωση σε αυτές είναι απαραίτητες. Η προσκόλληση σε αυτές όμως και η απάρνηση πάντων των άλλων ως ποταπών και ανούσιων για τον αγώνα που δίνεις - τον κάθε αγώνα - είναι κάτι άλλο, διαφορετικό. Ισορροπία χρειάζεται. Όπως παντού, κι εδώ. Το έχεις σημάδι στο σώμα σου να στο θυμίζει - αλλά το έκανες στην πλάτη, λες κι ήξερες πως μια μέρα θα τ' αγνοήσεις.
Για άνθρωπος της περιπέτειας δεν αφήνεσαι και πολύ... Το Άγνωστο το καλοδέχεσαι μόνον εκεί που τ' ανέλεγκτα μονοπάτια του δεν σ' αγγίζουν.
Συν + χωρώ. Προσπάθησε.
Να σε πάρω μια αγκαλιά;


Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

Να μου μιλάς. Θα σ' ακούω.


Μ' αρέσει να μιλάω μαζί σου. Ασκείς μια περίεργη επιρροή. Όμορφη. Σου μιλάω και γαληνεύω. Είναι σαν να μιλάω σε μένα και μ' ησυχάζω. Δεν ξέρω πώς έχει προκύψει αυτή η σύνδεση που νιώθω μαζί σου. Είναι μάλλον που αισθάνομαι ότι βρισκόμαστε στην ίδια κατάσταση, στην ίδια φάση. Αντιμετωπίζουμε τους ίδιους φόβους και αγωνιούμε για τα ίδια όνειρα. Ή μάλλον, το όνειρο είναι ένα  κι ο φόβος αντίστροφος. Η ελευθερία. Η ανεξαρτησία. Η αυτονομία. Πες το όπως θες, οι λέξεις δεν φτιάχνουν το νόημα. Δεν με γνώρισες, αλλά εγώ σε είδα. Ή έστω, είδα κάτι από σένα. Μοιάζουμε. Κι εγώ φοβάμαι σαν εσένα. Μη χάσω την ελευθερία μου, την εσωτερική μου ηρεμία, την ισορροπία μου. Η τομή είναι δύσκολη. Ανάμεσα σε ανθρώπους και εαυτό, μεγάλες ιδέες και μικρές καθημερινότητες, λάθη πάθη και όνειρα (που λες κι εσύ), η τομή είναι δύσκολη. Κι επίπονη. Την κέρδισα χρόνο με τον χρόνο, πόντο με τον πόντο που γνώριζα τον εαυτό μου. Κι ας λες εσύ δεν υπάρχει. Ο εαυτός λέω - ας λες εσύ δεν υπάρχει. Μπορεί να μην υπάρχει ο ένας κι αδιαίρετος, ο ένας κι απαράλλακτος, αλλά υπάρχει. Υπάρχουν οι πολλοί που συνθέτουν το σύνολο. Ή το γκρεμίζουν για να το χτίσεις πάλι από την αρχή. Επειδή κατά βάθος εσύ το διάλεξες. Και τον πάτο εμείς τον διαλέγουμε. Εμείς. Κι ας μην γνωρίζουμε πώς να τον διαχειριστούμε. Τον διαλέγουμε γι' αυτό που είναι. Και για την πτώση. Και την ανάταση. Την ανάσταση. Την ομορφιά της τέφρας όταν ο χρόνος μπερδεύεται, κι ενώ προχωράει μπροστά, η ροή τραβά προς τα πίσω, και η τέφρα ξαναγίνεται φλόγα και η φλόγα ύπαρξη.
Γι' αυτή τη μετουσίωση αξίζουν τα πάντα. "Λάθη, λάθρα και όλεθρος" που έγραφε και η Τραυλού σ' ένα βιβλίο της (ξέρω, τα σνομπάρεις αυτά τα μελιστάλαχτα, αλλά όταν σε καίει το αλάτι της πληγής σου, το μέλι τους γίνεται βάλσαμο και τα λόγια τους φάρος - άντε, για σένα φακός - στο σκοτάδι).
"Ο θυμός και η κούραση σκοτώνουν την αγάπη. Κι εγώ κουράστηκα" συνεχίζει. Σκοτώνουν την αγάπη... Ποια αγάπη; Για μένα, για σένα, τον εραστή, τον σύντροφο, την αδελφή, το παιδί, το γλυκό, το παιχνίδι, το αύριο; Για τ' όνειρο. Για την ελευθερία. Μόνο όταν ονειρεύεσαι, είσαι ελεύθερος.
"Μην κουραστείς να ονειρεύεσαι. Δεν θα κουραστώ να στο λέω". Όχι, δεν το λέει η Τραυλού κι αυτό. Εγώ το λέω. Εγώ, εσύ, ο άλλος. Ο αδελφός σύντροφος. Ο αληθινός. Που όταν χαίρεσαι, ξημερώνει το μέσα του και όταν λυπάσαι, σφουγγίζει με την ψυχή του τα δάκρυά σου.
Μη φοβάσαι. Όλα θα πάνε καλά. Η Αριάδνη είναι φίλη μου και θα μου δώσει τον μίτο της. Κι αν δεν είναι, θα γίνει. Πρέπει να γίνει. Το αξίζω. Και το αξίζεις.
Αν δεν πέσεις, δεν σηκώνεσαι. Και μη μου απαντήσεις "παπούτσι από τον τόπο σου..." γιατί θα σου πω "και στην κορφή κανέλα" και θα σ' αποστομώσω. Γιατί η κανέλα είναι γλυκιά. Όσο γλυκιά και η κορυφή. Η κορύφωση της ψυχής σου. Η ελευθερία. Το όνειρο που γίνεται Ερμής και σε ψάχνει.
Μην κρύβεσαι. Και θα σε βρει.
"Με βαραίνεις" θα μου πεις πάλι... Μα το φορτίο αυτό θα σ' αλαφρώσει, αν τ' αφήσεις. Το ξέρεις. Χωρίς αυτό, σκορπίζεσαι - χάνεις το νόημα, όπως αυτοί που χάνουν τα γυαλιά τους ενώ τα φοράνε.
"Με σοβαρεύεις" θα μου πεις... Δεν το 'θελα. Δεν το θέλω. Είναι η αλήθεια που με τα χίλια πρόσωπα δεν μ'αφήνει να την πάρω στ' αστεία.
Να μου μιλάς. Θα σ' ακούω.


Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

Κι Όμως


Άκουσα να κορνάρουν
και βγήκα να σιγουρευτώ.
Με σκούντηξαν
κι έψαξα να βρω το πρόσωπό σου.
Χτύπησε το τηλέφωνο
κι ήλπιζα να σ' ακούσω.
Έχασα το δρόμο μου
κι η μουσική σου με γύρισε Σπίτι.
Άγνωστοι είπαν τ' όνομά σου
και θέλησα να τους αγκαλιάσω`
μην τύχει και σε ξέρουν.

Στην τζούρα μου είδα το δεύτερο τσιγάρο σου να σβήνει.

Εικόνα μέσα στην εικόνα η ζωή μου ανά στιγμές
λες κι έχω διαλέξει να περνούν όλα πρώτα από σένα.

Τι να μου πουν τα λόγια σου, όταν έχω τη σιωπή σου;

Δε μιλάω για σένα,
δε μιλάω σε σένα,
δε μιλάω.
Απλά παρατηρώ.

Δεν είσαι εδώ.

Κι όμως.
Ακόμα ελπίζω
στη συνωμοσία
που θα μας φέρει 
πιο κοντά.


Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

Θα Θυμάσαι;

Πως να ξεχάσεις;
Το έχεις ερωτευτεί από τότε που φαινόταν στο μέλλον.
Ναι, το παρελθόν σου, λέω.
Κάποτε κατοικούσες εκεί. Σε στοίχειωνε όταν έφευγες,
Μα ποτέ δεν σε όρισε.
Όχι, ούτε η μοίρα δεν μπορεί να σε ορίσει όταν εσύ την ορίζεις κάθε στιγμή.
Εσύ την καθόρισες.
Αλλά θυμάσαι;
Η πίστη μου πριν γίνει γνώση μου...
Η ειρωνεία παραμένει συναρπαστική, να υποθέσω;

Τι να ξέρεις τώρα που δεν ξέρω;
Τι νιώθεις που βλέπεις ότι κάποτε σε ένοιαζε πιο πολύ κι από τώρα;
Άραγε σε στοιχειώνει ακόμα ή θα ζήλευα την εξέλιξή σου;
Που κοιτάς;
Γιατί εγώ κοιτάω κάπου ανάμεσα στο τώρα, στο τώρα, τώρα.
Και νιώθω την αποκάλυψη να καλπάζει πάντα στο παρόν. Εκείνη που φέρνει το ρίγος στους ώμους και αντιδρά στη βαρύτητα καθώς τα μαγνητικά πεδία παίζουν σε ρυθμούς ευκαιριών.

Τα θυμάσαι, έτσι δεν είναι;
Τα συναισθήματα. Όλα τους!
Τις προκλητικές απαντήσεις για εκστατικές ερωτήσεις...
Τον έρωτα που έχεις με τη ζωή - το θαύμα της μαγείας της!
Τόση γνώση ζήτησες και αποκτώντας την έμαθες πως η δύναμή της είναι η συνειδητή χρήση της.
Τα μάτια της καρδιάς σου να έχεις ανοιχτά, μην τα κλείσεις όπως τότε.
Συμπόνα!
Όλα το αξίζουν.
Ειδικά εσύ.
Εσύ, που δεν υπάρχεις ακόμα και ανυπομονώ να σε γνωρίσω.
παρ'όλο που σε ξέρω καλύτερα απ' όλους.

Θυμάσαι;
Πάλι ούτε τα μισά δεν είπες.
Δεν ήταν αυτά που ήθελες να γράψεις,
κι όμως εμπιστεύθηκες το λόγο να τα γράψεις.
Γιατί θέλεις το χαμόγελό σου και -που και που-μια χαλαρή απάντηση.
Γιατί ό,τι έζησες, το έζησες με πάθος και
σαν ευγνωμονείς, αγγίζεις κάτι θεϊκό.
Ο πυρσός της ελπίδας είναι ένα συλλογικό δώρο
που επικαλέστηκες να αναζητήσεις.
Μια περιπέτεια σε μια διάσταση μοναδική -
- μια ζωτική ενέργεια που τα αστέρια δεν ξεχνούν.
Ένα μυστήριο του μυαλού κι ένας γρίφος
που το υποσυνείδητο διασκεδάζει με τον χορό τους.
Έναν χορό ισορροπίας πάνω στις νότες ενός πιάνου και
μια αγκαλιά του μελανιού πάνω σε χαρτί.
Το κέντρο σου!
Και το βρήκες για να το μοιραστείς.
Να εμπνεύσεις και να εμπνευστείς.
Να αγαπήσεις και να αγαπηθείς.

Κατέστρεψες πολλές φορές ολόκληρες χώρες για να χτίσεις βουνά, δέντρα, θάλασσες, κάστρα, γέφυρες, χωρίς σύνορα, χωρίς όρια.
Έκανες χώρο για τα όνειρά σου.
Χτύπησες τα 'λάθη' σου και έγινες θεραπευτής εγκαταλελειμμένων πληγών....
Έγινες φίλος της σοφίας σου.

Η ισορροπία της σκέψης σου
και των πράξεών σου βαδίζει σε μια τρίτη μέση.
Να φροντίζεις εκείνους που αγαπάς και να τους το δείχνεις.
Να θυμάσαι ποιος επέλεξες να γίνεις.
............

Και γελάς...
γιατί θυμάσαι!
Χαμογελάς!
Μπορείς να κάνεις τα δάκρυα,
δάκρυα χαράς!
Και γελάς με δάκρυα χαράς...
Γιατί ακόμα θυμάσαι...

Και μη φοβάσαι.
Ο φόβος μόλις έσβησε.
Με αυτές εδώ τις λέξεις.


Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Όταν το παρόν πεθαίνει

Ήσουν 9 χρονών όταν νόμισες πως σκότωσαν το παιδί μέσα σου.
Αυτό ήταν το πρώτο χαστούκι της μοίρας σου.
Όλοι άλλαξαν από τότε.
Το έβλεπες κάθε λεπτό στα δακρυσμένα μάτια τους, στα ψεύτικα λόγια της παρηγοριάς.
"Όλα θα πάνε καλά."
Μην λες τα ίδια ψέμματα που λες στον εαυτό σου και σε μένα!
Το βρίσκω αδιανόητο να μου μιλάς για το ανύπαρκτο μακρινό μέλλον, όταν το αληθινό μου παρόν είναι μόνο πόνος!
Ο φόβος σου να τον αντιμετωπίσεις έγινε δικός μου με τη βία και οικειοθελώς.
Η αγνότητα σου βάφτηκε μαύρη για χρόνια.
Η αθωότητα έγινε επιλογή.
Ειδικά όταν έβλεπες ότι ο πόνος σου ψυχαγωγούσε τον κόσμο.
Γελούσαν με τους φόβους τους που είχαν προβάλλει σε λευκό πανί.
Κι εγώ έκλαιγα για μένα που ήξερα, έκλαιγα και για εκείνους που δεν ήξεραν...

Τότε άρχισες να παρατηρείς...
Ο κόσμος προσέχει την εικόνα του.
Στην εκκλησία, φιλάει τις εικόνες της.
Όπου και να είσαι, σε μαστιγώνει με ματιές.
Ούτε ο θεός τους δεν κρίνει έτσι!
Κι εσύ που το λες, είσαι μισητός, περίεργος, κακός.

Σταμάτησες να κλαις πια και το μετάνιωσες.
Έψαξες να βρεις παλιές πληγές.

Θυμάμαι το πρώτο μου κλάμα.
Ήταν ένα ουρλιαχτό, τόσο αναπάντεχο, που στο άκουσμά του το κατάπια κατευθείαν.
Ξαφνιάστηκα! Δεν ήξερα τι σημαίνει. Δεν μου είχε συμβεί ποτέ.
Αμέσως, άρχισα να το εξερευνώ με τις σκέψεις μου.

Ο κόσμος δεν ενέκρινε ποτέ.
Και ούτε πρόκειται, και ούτε έχει αξία.
Τι κατάφερε να πάρει μεγαλύτερη αξία από αυτή που του αντιστοιχεί;
Ποιος δίνει αξία; Ποιος έχει την αξία για να την δώσει;

Σίγουρα εκείνος που γνωρίζει όλη την ιστορία του.
Εκτός αν τον φάει η σιγουριά...

Όταν το παρόν πεθαίνει, γίνεται παρελθόν... 
ή μέλλον;

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

Σου δίνω το θάρρος μου

Σου δίνω τη γνώση μου, τα βιώματά μου.
Τροφή για τον εγωισμό σου.
Το κομμάτι που μισείς τόσο και που δεν μπορείς να αποχωριστείς.
Ξέρεις για τι πράγμα μιλάω.

Μια ηχώ σε τρομάζει.
Ένα είδωλο νομίζεις πως μιμείται κάθε σου κίνηση.
Θαυμασμός, σε βολεύει να το λες που και που.
Δεν το αναιρεί η αλήθεια σου.
Ίσα-ίσα, του έδωσε πνοή.

Το ψέμα το ζηλεύει.
Η κόλαση γλύφει τα δάχτυλά της καθώς το κοιτάζει.
Ω, ναι! Αυτή η φωτιά σε κάνει να ιδρώνεις.
Σε τυλίγει η υγρασία σαν πειρασμός.
Τα μάτια σου δαγκώνουν ό,τι δεν μπορείς να έχεις.
Ένας οργασμός μίσους και πάθους για λύπηση.

Θέλεις να σου δώσω λόγο για να με φοβηθείς.
Τι άλλο θα έκανε ένας διάβολος για έναν σκοτεινό άγγελο;
Πάρε το φως μου λοιπόν.
Θα μάθεις πως το σκοτάδι του είναι πιο δυνατό απ'το δικό σου.
Αβάσταχτο για σένα.
Γιατί δεν είναι δικό σου.
Στο σώμα σου, γίνεται ιός, κι εσύ σκλάβος του.
Αλλά έχω κάθε δύναμη πάνω του, και όπως το έδωσα, μπορώ να το πάρω πίσω.

Με αναγνωρίζεις τώρα;
Ή μήπως ζητάς κι άλλα;
Αν ζητάς κι άλλα, δεν ξέρεις ότι έχεις ήδη λάβει αρκετά;
Γιατί όμως δεν μπορείς να διαλέξεις ή να ξεχωρίσεις;
Γιατί περιμένεις εμένα;
Ποιος νομίζεις ότι είμαι;
Ποιος νομίζεις ότι δεν είσαι;

Θα σου έλεγα να προσέχεις που κοιτάς, αλλά δεν δίνω συμβουλές που παίρνονται ως εκφοβισμοί.
Τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται και συμφωνείς.
Όλα είναι αυτό που θέλουν να δείχνουν όμως, διαφωνείς;
Μου λες πως κάνω παιχνίδι του μυαλού;
Του δικού μου ή του δικού σου;

Αστεία πλάσματα...
Παίξτε για να μάθετε επιτέλους.
Από πότε φοβόμαστε το παιχνίδι;
Μόνο ένας δειλός θα έραβε κάτι στα μέτρα του.
Κανείς όμως δεν θα έραβε το στόμα μου.


Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

Τώρα που Λείπεις...


...μου χαϊδεύεις τα χέρια και παίρνει φωτιά ο καρπός μου. Μου δείχνεις τι σημαίνει αναριγώ. Τα χείλη σου αγγίζουν το λαιμό μου κι η ύπαρξή μου καταλαμβάνεται απ'το πάθος, όσο εσύ ψιθυρίζεις συλλαβές ηδονής. Κλείνεις τα μάτια σου για να σε νιώσω και κυλάς σα δάκρυ που δεν επιθυμεί να το σκουπίσουν. Γίνεσαι το χάδι που λατρεύουν τα μαλλιά μου και ζητάς να σου παραδοθώ. Το διαπεραστικό σου βλέμμα φέρνει μια χαρούμενη ζαλάδα με την οποία διαλογίζομαι και μαθαίνω κάθε σου ιστορία - ψεύτικη κι αληθινή. Δαγκώνεις τα χείλη μου και με δένεις στην υποταγή, μαθαίνοντάς μου το Ναι κάθε που παίζω με το Ίσως. Μου μιλάς μέσω των άλλων και οι λέξεις σου συγχρονίζονται με τα όσα νιώθω. Γίνεσαι το φίλτρο που εξαγνίζει τις σκέψεις μου και πολεμάς μαζί μου τα στοιχειά μου. Μου θυμίζεις πόσο μου αρέσει ν' αφήνω το φόβο και κάνεις έρωτα στο υποσυνείδητό μου. Καις την κεντρική καρδιά μου διατάζοντας ν' ανοίξουνε οι πύλες κι ασπάζεσαι τη μεγάλη θεά παρατηρώντας με να προσφέρω αρώματα και προσευχές. Στέλνεις τη μυρωδιά του γιασεμιού για να χαρίσω ένα κλωνάρι στον εαυτό μου και δυο στους άλλους. Είσαι η κατανόηση που χαρίζει την ανακούφιση της συγχώρεσης, αποδεικνύοντάς μου πως ο Έρωτας δεν απευθύνεται στο πρόσωπο, αλλά στη ζωή. Η μοναδικότητά σου πυροδοτεί τα όνειρά μου εξάπτοντας τη φαντασία.

Τώρα που λείπεις, μου δείχνεις ότι είμαι ήδη αυτό που ψάχνω.



Υπομονή, μια ζωή έμεινε!

Διαλέγεις προσεκτικά τις λέξεις που λες.
Σχεδόν, σαν να μη νιώθεις τίποτα. Δεν δείχνεις τίποτα.
Ακόμα φοβάσαι;
Πως να σε βοηθήσω να δείξεις τι νιώθεις, να αφεθείς;
Σου το χρωστάω αυτό.

Αλλά χωρίς άλλες υποσχέσεις.
Όχι πάλι, δεν μπορώ άλλες υποσχέσεις.
Γιατί όπως και τότε θα απομονωθώ πάλι στους φόβους μου.

Θυμάσαι; Δεν ρώταγα τίποτα.
Νόμιζα πως ήταν λεπτομέρειες που είχαν περάσει στο παρελθόν.
Μα η αλήθεια είναι, φοβόμουν να ακούσω.
Τόσο πολύ που σχεδόν πίστευα πως δεν με ενδιαφέρει.
Το αντίθετο.
Με ένοιαζε τόσο, που η σκέψη να μάθω κάτι που πονούσε
θα με έκλεινε κι άλλο.
Ο φόβος πάντα επέστρεφε. Ακόμα κι όταν ξεπερνιόταν.
Πάντα προσωρινά. Όλα.
Μα η άγνοια δεν είναι η λύση, είναι αρρώστια που σου γυρνάει το μάτι.
Αντιστρέφει ρόλους και σου παίρνει τη λογική.
Δηλητηριάζει το συναίσθημα. Αποδυναμώνει τη ψυχή.

Τελικά είμαστε όλοι καλοί ηθοποιοί και ούτε οι ίδιοι δεν καταλαβαίνουμε πότε παίζουμε θέατρο γιατί είμαστε ταυτόχρονα και ο θεατής, που μόνο να αμφιβάλλει μπορεί. Το δικό του νόημα έχει μόνο για να δώσει.

Πως μπόρεσα να κατηγορήσω κάτι πέρα από τον εαυτό μου;
Και πως κατηγορώ μόνο τον εαυτό μου τώρα;
Πως μπόρεσες να μην δεις το ρόλο μου;
Τον ρόλο που διάλεξες για μένα, το ρόλο που διάλεξα και
το ρόλο που μου δίνει κάθε στιγμή ο καθένας.
Πως μπόρεσες να κλείσεις τα μάτια σου όταν έβγαζα τη μάσκα μου;
Καταραμένη αντίδραση!

Τόση γνώση ακόμα δεν έγινε σοφία.
Τόση σοφία δεν έγινε πράξη.
Τόσες πράξεις, αόρατες.
Ο καθένας με τα δικά του δεδομένα.
Κλειστός στα δεδομένα που ταξιδεύουν συνεχώς τριγύρω.

Και αν δεν είναι δικά σου, τίνος είναι;
Κι αν δεν έχεις δικά σου, τι είσαι;
Αν δεν μου ανήκω, σε ποιον ανήκω;
Γιατί ανήκω κάπου;
Γιατί θέλω να ανήκω κάπου;
Γιατί να υπάρχει σύγκρουση σε κάθε στιγμή, σε κάθε σκέψη;
Πρέπει πραγματικά να τα γευτούμε όλα, πριν διαλέξουμε τι θα κρατήσουμε...
Μέχρι τότε, άραγε να ξέρουμε τι πραγματικά θέλουμε;
Ποιο κάλεσμα ακολουθούμε τυφλά;
Ποιον ψίθυρο ακολουθούμε με τόση εμπιστοσύνη;
Είναι δικός μας;
Είναι ο απόλυτος;

Είναι παράνοια;
Το βάθος, ρωτάω, είναι παράνοια;
Ξέρω μόνο ότι το αποφεύγεις.
Και ξέρω ότι εκεί διψάς να φτάσεις.
Και κατανοώ την μαγεία της επιφάνειας.
Την ατελή τελειότητά της.
Αυτή που σε κάνει να ερωτεύεσαι με άλλους τόσους μοναδικούς τρόπους το καθετί.
Αλλά ο έρωτας, πόσο κρατάει;
Χρειάζεται και το συμπληρωματικό του.
Ο συνδυασμός θα κάνει αιώνιο το παιχνίδι.
Και δεν θα χρειαστεί να ποθήσεις αλλαγές.
Κάθε μέρα θα είναι από μόνη της μια αλλαγή.
Κάθε στιγμή θα είναι ένας διαφορετικός κόσμος.
Κάθε κόσμος, ένα καταφύγιο.

Ζήσε το! Τόλμησέ το! Κυνήγα το!
Αν νομίζεις πως δεν είναι δικό σου, κάν'το δικό σου!
Μια ζωή έμεινε!
Μην την αφήσεις κι εσύ...
Είναι δική σου.


Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

Το πρώτο, εστάλη*

Μου λείπει να σου μιλάω. Να νιώθω την παρουσία σου.
Έλα, κι ας είναι για να με σκοτώσεις ξανά.
Στην αγκαλιά σου...
Την αγκαλιά που έχεις να προσφέρεις στον κόσμο...

Είμαι περήφανος για σένα. Γι' αυτό που είσαι. Γι' αυτό που μπορείς να γίνεις.
Κι όμως πονάω τόσο για σένα. Γιατί σ' αγαπάω.
Συγνώμη, αλλά δεν θα σταματήσω να το λέω κι ας σε διώξει από μένα.
Φοβάμαι να σε ξεχάσω.
Κι όμως πρέπει να σε αφήσω.
Δεν φοβάμαι να σε αφήσω όμως, και δεν θέλω να το κάνω.

Έγινα ο δολοφόνος και με μίσησα.
Τον συνένοχο τον μίσησα κι αυτόν, μα δεν κράτησε πολύ το μίσος - ήταν περαστικό.
Και δεν θα μάθεις ποτέ που στεκόμουν.... που στέκομαι τώρα.
Έπρεπε να γίνω ο Αρμαγεδδών για να δω την αντίστασή μου.
Με τι δύναμη να συνεχίσω τώρα που ξύπνησα; Τώρα που τα γκρέμισα όλα;
Στέκομαι στα ερείπια που ήξερα πως θα ερχόντουσαν και ίσως τα έφερα εγώ, γιατί ίσως έτσι ήταν το γραφτό μου. Άγραφο...

Ήθελες να σε πιστέψω, μα ήμουν τυφλός από ένα λογικό κομμάτι κάποιας άχρονης αλήθειας μας.
Δεν εστίασα εκεί που ήθελα να φτάσω κι όμως τώρα είμαι εκεί.
Μόνος.
Σαν όταν ξεκίνησα.
Σαν από πάντα.
Χάθηκα πάλι και με βρήκα. Και δεν βρήκα κάτι που μου άρεσε.
Δεν βρήκα αυτό που ήθελα να χτίσω.
Κι όμως, τώρα παρατηρώ να χτίστηκε μόνο του.
Βοήθησες κι εσύ, χωρίς προσπάθεια.
Τα εμπόδια εξανεμίστηκαν.
Σαν τον αέρα που σου έδωσα και που μου πήρες.
Και δεν σε ευχαρίστησα.
Δεν σου το έδειξα αυτό.
Και δεν με έμαθες.
Και ούτε θέλεις.
Και δεν σε έμαθα.
Και κάθε βράδυ θα σε ονειρεύομαι και θα σε γνωρίζω
παρέα με τον πόνο που έμεινε μαζί μου.
Έναν πόνο που πάντα θα μαρτυράει πως τα όνειρα είναι αληθινά.
Ήσουν όνειρο, ναι.
Απ' τα καλύτερα.
Ήταν όνειρο.
Μα δυστυχώς ξύπνησα και τώρα σε αφήνω.
Γιατί σε άφησα;
Γιατί με άφησες να σε αφήσω;

Το ξέρεις όμως, ήταν αμοιβαίο.
Αλλά είμαι πιο ολόκληρος από ποτέ, κι ας κλαίω.
Αυτά τα δάκρυα τα κερδίσαμε.
Και κάθε βράδυ θα επιστρέφω στο κρεβάτι...
Το κρεβάτι μας.
Και το πρωί, καθώς ξυπνάω, η μυρωδιά σου σαν φεύγει
με αφήνει πάλι να ανυπομονώ να έρθει η νύχτα.
Το σκοτάδι μας.
Γιατί αυτό αγάπησα.
Το φως μας είχε σβήσει.
Αλλά τη σπίθα του θα τη κρατήσω εγώ.
Γιατί ξέρω...
Θα φυσήξει δυνατός αέρας, σαν ανεμοστρόβιλος και τότε,
εγώ, θα τον κάνω πύρινο.
Ο ήλιος θα τον ζηλέψει.
Και το φεγγάρι θα τον καταλάβει...

Όπως τη φορά που οι ανάσες μας ενώθηκαν κι έγιναν μία.
Όπως τότε που σε είδα και με είδες στα μάτια.
Αυτή η ανάμνηση, το φυλαχτό μου
και το τραγούδι μας, το νανούρισμά μου...


Σημάδι Ζωής

Το κενό με το οποίο κάθε άνθρωπος έρχεται στη ζωή για να γεμίσει.
Μπορεί να το κάνει μόνος του.
Μα ποιος ο λόγος τότε να έρθεις σε ένα κόσμο που δεν είσαι μόνος;
Ο κόσμος είναι η βοήθειά σου!
Μόνο αν τον αφήσεις να σου δείξει αυτά που δεν αφήνεσαι εσύ ο ίδιος να δεις.
Γιατί είναι δύσκολο! Τίποτα δεν είναι εύκολο και αυτή είναι η γοητεία μας.
Εμείς τα φτιάχνουμε όλα.
Κι εμείς που τα γράφουμε είναι γιατί νιώθουμε μια "απερίγραπτη" σύγχυση.

Σαν τη δική σας.
Μια σύγχυση που μόνο στο χαρτί μπορεί να διοχετευτεί.
Μόνο το χαρτί μπορεί να αντέξει.
Ο συναισθηματικός κόσμος, ορθάνοιχτος μα σχεδόν ανέκφραστος σαν ήχος, σαν πράξη.
Λες και δεν μπορεί να μεταδοθεί. Λες και φοβάται να δοθεί ολοκληρωτικά. Φοβάται να τον λησμονήσουν, φοβάται ότι ο χρόνος θα τον πει ψεύτη.
Οι συχνότητες ψάχνουν έναν τρόπο να εναρμονιστούν με τις υπόλοιπες και καμιά τους δεν είναι όμοια. Όλες διαμορφώνουν μια σφαίρα. Όλες μαζί συμφωνούν, μα η κάθε μία βλέπει τη δική της πλευρά και τη δική της εμπιστεύεται περισσότερο από κάθε άλλη.
Και όταν μιλάει η σφαίρα, τα πάντα αποσβολώνονται από την αλήθεια της.
Μια αλήθεια που όλοι ξέρουν, μα κανείς μόνος του δεν μπορεί να κρατήσει.
Και κάπως έτσι αρχίσαμε να μοιραζόμαστε.
Κάπως έτσι τους δώσαμε λέξεις και ξεχάσαμε το νόημα.
Αλλά κάπου εκεί μέσα υπάρχει, κοιμισμένο, σε περιμένει να το ξυπνήσεις.
Και περιμένεις να σε ξυπνήσει. Ελπίζεις...

Ελπίδες και προσδοκίες χαράζουν το δρόμο και κάνουν τους γκρεμούς δελεαστικούς.
Κάνουν το απαγορευμένο μήλο, αμβροσία των θεών.
Κατοικούν στις σκέψεις και στις καρδιές μας κι εμείς τις κρατάμε φυλακισμένες εκεί.
Αυτό θεωρούμε ασφάλεια.
Ό,τι ακριβώς δεν είναι η ζωή.


Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2012

Αν άκουγα...

Ώστε λες ότι νομίζεις πως δεν αξίζεις μία.
Και φοβάσαι να παραδεχθείς πως το πιστεύεις.
Ακόμα δεν ξέρεις τι μπορεί να κάνει η πίστη;
Πως να συμβεί κάτι αν δεν έχει ποτιστεί με κανενός τη πίστη;
Ακόμα δεν βλέπεις πως ό,τι βρίσκεται μπροστά σου
είναι γιατί πίστεψες πως υπάρχει;
Και το προκάλεσες. Το ελκύεις.
Μα ξέρεις κι άλλο τρόπο;
Μόνο άλλους δέκα χιλιάδες.
Αντιστέκεσαι να δοκιμάσεις.
Το ονόμασες προσπάθεια και το καταδίκασες.
Σε τράβηξε κι αυτό κάτω όμως.

-Αν δεν πιάσω πάτο, δεν σηκώνομαι εγώ! Γιατί να μην εξερευνήσω όλο το δρόμο; Γιατί να αφήσω ρωγμές που θα ραγίσουν τη καρδιά να στοιχειώσουν και το μυαλό; Γιατί να μετανιώσω για την επιλογή μου, που πάρθηκε με επίγνωση; Τι μου διαφεύγει;

-Η μικρή σου αντίληψη, μωρό μου.

-Μικρό είναι το μάτι σου!

-Ακόμα να κατανοήσεις την έννοια του μεγέθους; Όλα είναι τόσο μικρά κι όλα τόσο μεγάλα...

-Όχι κι όλα!

-Όρισέ τα όλα και τότε ξανά σκέψου το.

-Ποιος είναι ποτέ σίγουρος για το ποιος πρέπει να ξανά σκεφτεί κάτι;

-Ακούς τον εαυτό σου τι λέει;

-Ποιον απ' όλους;


Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012

Λεπτή Γραμμή


Λερωμένες αλήθειες αδιαφανών υπάρξεων`
αγγίζουν χωρίς ν'αγκαλιάζουν
συνδέονται χωρίς ν'ανταριάζουν

Ασθενικές συνειδήσεις υπόδουλων κόσμων`
παίζουν εφαρμόζοντας συστήματα
συνομιλούν κρύβοντας νοήματα

Απελευθερωμένες κακίες συντετριμμένων εγώ`
φοβούνται να συγχωρεθούν
αποφεύγουν να αφεθούν

Η ελευθερία μου να επιλέξω
δεν αθωώνει το έγκλημά μου
ούτε και πρόκειται να γυαλίσει
τον εσώτερο κόσμο μου.
Η ζωή δεν εκδικείται`
ανταποκρίνεται στις προκλήσεις.


Ήμασταν εδώ κι εδώ θα επιστρέψουμε

Τρέξε μακριά και ίσως φτάσεις πιο κοντά.
Νιώσε το ψέμα και ίσως αναγνωρίσεις την αλήθεια.
Μίσησε και ίσως καταφέρεις να...

Υποθέτεις πως συμπληρώνεις την πρότασή μου μα τα αυτονόητα πως συμπληρώνονται;
Αν τα κοινά είναι φανερά, τότε τα αντίθετα τι είναι;
Ξεκάθαρα.

Οπότε λοιπόν τι μένει άγνωστο;
Η γνώση σου.
Μέχρι να γίνει πράξη μου.

Πίστεψε σε ό,τι βλέπεις.
Εγώ πιστεύω πως υπάρχει ένα.
Και ίσως μάθουμε πως όλοι έχουν την ίδια πίστη.
Ίσως όχι.

Θα μάθουμε.
Γι' αυτό δεν είμαστε εδώ;


Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

Ο Τελευταίος Κύκλος του Φοίνικα

Πόνος...
Τόσος πόνος...
Η μια μαχαιριά μετά την άλλη, έψαχνε να βρει καρδιά...
και βρήκε τον πυρήνα της χωρίς κόπο, κάθε φορά.

Αίμα...
Τόσο αίμα...
Πνίγομαι στο ρευστό που ήπια στην υγειά μου
και είναι όλο δικό μου!
Ναι! Δικό μου! ΔΙΚΟ ΜΟΥ...
Δεν ήταν ποτέ κανενός άλλου..
Και τώρα μουδιάζω...
Δεν νιώθω τίποτα.
"ΔΥΝΑΤΟΣ".
ΠΟΙΟΣ;
Εγώ.
Ποιος Τόλμησε να χτίσει θεμέλια ακλόνητα; Παράλυτα!

Όλη η δύναμη ακίνητη σαν άγαλμα, θύμα της εμπειρίας του χρόνου, στέκεται.
Με κοιτάζει επίμονα κι εγώ φοβάμαι να την κοιτάξω,
λαχταρώντας να την μισήσω.
Την χάρισα αλλού...
κι εύχομαι να μην ήταν ποτέ δική μου για να την δώσω έτσι απλά.
Και λάθος μου. Λάθος μου που το λέω. Λάθος μου που θέλω να το πιστέψω...

Τίποτα δεν μένει απόλυτο εδώ.
Τίποτα δεν ορίζει αυτή τη δύναμη σε αυτά τα μέρη.
Αλλά θα αλλάξω γνώμη κάποτε.
Κάποιος ή κάτι θα βρεθεί.
Μα μέχρι τότε θα παραμένει χαμένο.
Γιατί τώρα εγώ διατάζω.
Τώρα έχω μείνει μόνο εγώ να διατάζω
και μόνο εγώ να υπακούω...

Τέτοιος ο πόνος της δύναμης...
Τέτοια η δύναμη του πόνου...

Καταρρέουν τα θεμέλια, η πρώτη διαταγή.
Οι κραυγές μου έριξαν λεγεώνες αστεριών και τώρα με κυνηγάει ο ουρανός να τα φορτώσει στην πλάτη μου κι εγώ τον ψάχνω να του τα κλέψω πρώτος...
Αλλά ματαίωσα τον αγώνα.
Τώρα που νιώθω ξανά,
τώρα που πεθαίνω ξανά...
Πάντα θα γυρνάω από τις στάχτες...
Από φόβο μην ξεχάσω τη γλύκα του πόνου εκείνου που με ζαλίζει στους κύκλους.

Να κυνηγάω ό,τι με σκοτώνει για να το κάνει άλλη μια φορά.
Για να σπάσω τον κοσμικό κύκλο...
Με την ελπίδα να πεθάνω...
Φοβάμαι με την ελπίδα να πεθάνω
και κάθε φορά που αναγεννιέμαι το ξεχνάω
και κάθε φορά επιλέγω να το θυμηθώ πριν την ώρα μου.

Την ώρα των πόθων μου,
ικανών να καταστρέψουν και να δημιουργήσουν.
Την ώρα της αγνότητας εκείνης,
ικανής να βρει και να χάσει κάθε ίχνος αμαρτίας.

Αγάπη μου! Αγάπη μου...
μας φοβόμουν...

μα η αγάπη μου θυσιάστηκε και σκότωσε αυτόν το φόβο.

Τότε ένας ακόμη άνθρωπος θυμήθηκε την ανθρωπιά του.
Και ο Φοίνικας τυλίχθηκε στις αιώνιες φλόγες του.

Και η κοσμική συνείδηση έκρυψε τις στάχτες του να μην ξαναγεννηθεί.
Μέχρι κάποιος 'άτυχος' να τις βρει 'τυχαία'...

Και τότε

το κλειδί της δημιουργίας θα βρει τη θέση του.

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

Έντεκα κι Ένα


Από σήμερα παύω ν'ακούω στο άνθρωπος.
Να με λες με τ'όνομά μου, Εμπειρία.

Γιορτάζω τις στιγμές που με θυμάσαι.

Μπαίνω στη συλλογή σου.

Ήπια απ'τη θάλασσα σήμερα κι έγινα γοργόνα.

Ο ταξιδιώτης και το ταξίδι του.
Αρχή και Προορισμός.

Αντιφάσεις ισόρροπες των αντιστάσεων

και η ζωή αντιστροφή του φόβου.

Μου είπαν, αν αφεθώ

θα οδηγηθώ στα μέρη που δε βιάστηκα να πάω.

Ο χρόνος κατανοείται όταν το αιώνιο δώσει παρουσία.

Απαρατήρητοι συγχρονισμοί έγιναν έρμαια της μεγαλύτερης εικόνας.

Καταβροχθίζω την εκδίκησή σου κι ας μη με σιχαίνομαι.

Άδικος όρος η εντύπωση της γνώσης.

Η συγκαλυμμένη ανυπομονησία αρνείται να δει τον εαυτό της,

στο όνομα μιας ελευθερίας που φοβάται να επιτρέψει.

Οι καμπάνες σου σημάναν απαιτήσεις.