Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Ηδύοσμος ο Utricularious


"Θα κατοικώ μέσα σου"...
Το ήξερα πως θα σε μισήσω γι' αυτό σου το ψέμα.
Δεν ήρθες. Δεν έμεινες. 
Πέρασες, μα δεν άφησες τίποτα δικό σου - ούτε κάτι μικρό, να πιάνει λίγο απ' τον χώρο μου και πολύ απ' το όνειρό μου.
Χέρια, γέλια, τα πήρες όλα μαζί σου. 
Πάω στοίχημα ότι τα έχεις στριμώξει σ' εκείνο το άχαρο κουτί, παρέα με τα χνώτα σου' αυτά, που μου ορκιζόσουν ότι θα με ζεσταίνουν τα πρωινά και θα με λιώνουν τις νύχτες.
Μέχρι και το ουράνιο τόξο. Κι αυτό μαζί σου το πήρες.
Άστραψες, βρόντηξες, και μουσκεμένη μέχρι το κόκκαλο έχω μείνει να το γυρεύω. 
Μάταια. 
Σαν τώρα σε θυμάμαι να αρπάζεις τα χρώματα και να τα παραχώνεις έξαλλος σε μια άοσμη βαλίτσα. Αυτά δεν χωρούσαν, η βαλίτσα ξεχείλιζε, εσύ έβριζες και έσπρωχνες, έσπρωχνες και χτυπιόσουν. Στο τέλος κουράστηκες, έβαλες τα λόγια σου να κάτσουν πάνω στη βαλίτσα, τα χρώματα απ' το βάρος ξεθώριασαν, η βαλίτσα έκλεισε και το λουκέτο κλείδωσε. 
Και δεν άφησες τίποτα.
Δεν μπορεί... 
Τρέχω, κάνω κύκλους γύρω από τον κουτσό άξονά μου και ψάχνω... 
Στο δωμάτιο τίποτα. Λίγο απ' το βλέμμα σου είχε μείνει ψηλά στο ταβάνι, αλλά το ταβάνι ξηλώθηκε και το βλέμμα σου τρίφτηκε νικημένο. Προσπάθησα να το μαζέψω, μα είχε σκορπίσει και το έχασα
(δυο κίτρινες ίριδες βρήκα μόνο, πες μου πού σε βολεύει, αν τις θες, να βρεθούμε να σου τις δώσω). 
Δεν μπορεί...
Αν το διανοηθώ, θα τρελαθώ, ψάχνω, συνεχίζω να ψάχνω... 
Μήπως στην κουζίνα; Μπα, αφού κανείς δεν μαγείρευε, το 'λεγε κι η μαμά σου τότε συντετριμμένη, "μισός είχες μείνει". Το πολύ να πετύχω κανένα σου αποτύπωμα σε κάποιο διαφημιστικό' αυτά με το έτοιμο φαγητό. 
Fast food. Fast fun. Fast run. 
No sun.
Μπαίνω στο μπάνιο με κομμένη την ανάσα, σχεδόν ακούω το αίμα μου να μεταγγίζεται απ' την καρδιά μου στα πόδια μου και τούμπαλιν. 
Ανοίγω ντουλάπια. Μηδέν. Ανοίγω συρτάρια. Το ίδιο. 
Μου έρχεται να ουρλιάξω, όταν - κατά παραγγελία του εγκεφάλου μου, άγνωστο πού τη βρήκε την ψυχραιμία - σκύβω να ρίξω λίγο νερό, μήπως και σβήσω την κάφτρα της μνήμης μου, και τότε τη βλέπω... 
Η οδοντόβουρτσά σου. Μπλε. Με πράσινες ρίγες. Μέτρια. Όχι σε κατηγορία. Σε ποιότητα. Πολύ μέτρια. Οι τρίχες στο κεφάλι της έχουν αναμαλλιαστεί. Όχι δόντια, ούτε πλακάκια δεν την εμπιστεύεσαι να βουρτσίσει. 
Αμφιβάλλω αν θα έρθεις ποτέ να την πάρεις. 
Είμαι πεπεισμένη, σχεδόν σίγουρη, ότι έχεις ήδη πάρει καινούρια. 
Ειλικρινά, δεν ξέρω πώς μπόρεσες. Καλά τις τρίχες, τις τρίχες εντάξει. 
Τον δυόσμο από πάνω της, όμως;
Μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις. 
Τον δυόσμο απ' την οδοντόκρεμά μου, λέω. 
Πώς άντεξες; Πώς αντέχεις;
Ήταν δική μου η οδοντόκρεμα, δικός μου ο δυόσμος, δική μου η ανάσα σου, δικό μου το άρωμά της... 
Οι ψίθυροι, τα φιλιά, δικά μου...
Έφυγες. 
Αν ήρθες ποτέ, έχεις φύγει.
Τέρμα, τελείωσε, αύριο θα βγω να ψωνίσω. Οδοντόκρεμα. 
Αλόη.
Ή μάλλον όχι. Αλάτι μπαμπού. 
Αν και τώρα που το σκέφτομαι, με το αλάτι μπαμπού θα είναι σαν να σε κουβαλάω συνέχεια στο στόμα μου, πάντα σου άρεσαν τ' αλμυρά. 
Ουίσκυ. 
Τ' αποφάσισα. Οδοντόκρεμα με γεύση ουίσκυ θα πάρω. 
Τι κοιτάς έτσι παράξενα; Την πουλάνε στο ίντερνετ, την παρήγγειλα ήδη. 
Ουίσκυ. 
Θα ξεπλένω υπολείμματα και θύμησες. 
Μία γαργάρα, δύο παράσιτα. Μαζί.
Ζαλίστηκα. 
Πες στην απουσία σου να μη φορά τόσο δυνατό άρωμα. 
Είναι αρκετά εκνευριστική και χωρίς αυτό, να της πεις...
Ως εδώ. Αυτό ήταν.
Πιάνω τα μαλλιά μου σπασμωδικά με εκείνο το λάστιχο (μέχρι κι αυτό ξεχειλωμένο είναι, επίτηδες το κάνει;) και ξεκινάω.
Κλείνω τα ντουλάπια. 
Κλείνω το φως. 
Κλείνω τα μάτια.
Αρκεί;
Σκέφτομαι, σκέφτομαι, κάνω σβούρες και σκέφτομαι...
Είμαι σίγουρη. Το διάβασα κάπου.
Το διάβασα κάπου πως ο δυόσμος, λέει, μπορεί στο κατάλληλο ακατάλληλο περιβάλλον να γίνει σαρκοφάγος.
Την καρδιά... 
Πρέπει οπωσδήποτε να κλείσω την καρδιά. Επειγόντως.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Έχεις κι εσύ Λόγο