Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Η Λάμψη ενός Ονείρου

Κάποτε αξίζαμε μα όχι πια.
Δεν μου αξίζεις πια.
Γιατί σ'αγαπώ, σε μισώ, σε σκέφτομαι συνέχεια, μου λείπεις, δεν σε αντέχω μέσα μου, δεν σε αντέχω πουθενά και είσαι παντού! Σε μισώ, με μισώ, μας μισούσα, μας μίσησα και ακόμα σ'αγαπώ.
Δεν αντέχω να σ'αγαπώ. Κάποιος μου ψιθύρισε δεν το αξίζεις.
Ποιος άλλος έχει την ευθύνη όμως;
Ποιος έχει μείνει να τοποθετήσει τα ψίχουλα των χρυσαφένιων σκουπιδιών που άφησες, αν όχι εγώ;
Και έχω την απόλυτη ελευθερία να τα κάνω ό,τι θέλω;
Με κάνεις να γελάω με κακία. Γιατί;
Γιατί κρατάω ακόμα τα ψέμματά σου.
Τα μαζεύω για να μην ξεφύγει ούτε ένα!
Και δεν ξέρω τι δύναμη θέλω να ασκήσω πάνω τους γιατί είδα τι δύναμη ασκούν μέσα μου.
Είδα τι θέλεις να με κάνεις. Είδα τι θέλεις να γίνεις.
Και δεν θέλω να κρατήσω τίποτα κοντά μου.
Γιατί κάποτε αυτός ο καημός θα με σκοτώσει.
Αλλά μόνο εγώ μπορώ να τον αφήσω να μου το κάνει.
Και δεν σ'αφήνω!
Μάταια προσπαθείς.
Πήρα πίσω τον τίτλο που σου έδωσα.
Το ξέρω, ήταν άδικο.
Άδικο για μένα γιατί τον έδωσα όταν το ένιωσα κι ας ήξερα τι θα τον κάνεις. Εσύ τον ζητούσες από την αρχή.
Μα καιρός να επιστρέψει εκεί που τον εκτιμούν.
Δεν άντεξες την αγάπη μου, τότε γιατί έχεις ένα κομμάτι το οποίο κρατάς καλά μη σου φύγει;
Είναι το κομμάτι που πρόσταξα να γυρίσει πίσω!
Δεν το δίνεις πίσω.
Αν το δώσεις, θα χάσεις και δεν είσαι έτοιμος να ρισκάρεις;
Είναι έτοιμο να πετάξει τώρα και είσαι έτοιμος να το σκοτώσεις.
Χωρίς αυτό θα ξεχάσεις. Χωρίς αυτό θα επιστρέψεις σε ό,τι ήσουν. 
Μισός.

Αλλά ξέρω ένα μυστικό που μου σφύριξαν δύο μάτια.
Μου είπαν πολλά βλέμματα και πολλές πράξεις.
Μου έδειξαν γράμματα στον αέρα να φλέγονται από σάπιες φλόγες.
Ένας πράσινος βρικόλακας ορκισμένος να με βρίσκει κάθε φορά σε πέτρινες κρύπτες, αλυσοδεμένο σε μια ξύλινη καρέκλα και να με μαστιγώνει με τις λάμψεις των δοντιών του.
"Τρέχα!" ήταν η μόνη σκέψη στο μυαλό μου. Όλοι να τρέξουν, όσο προλαβαίνουν, πριν λυθώ! "Τρέξτε να σωθείτε γιατί δεν θα πιστεύετε τι σας πλησιάζει! Δεν απειλώ, σας προειδοποιώ τι θα γίνει αν δεν πιστέψετε αυτό που λέω. Δεν μπορώ να το κρατήσω άλλο μέσα! Βγαίνει! Τρέξτε γρήγορα!"

Μια αόρατη δύναμη σπάει τις αλυσίδες μανιασμένα και τον τοίχο από πίσω πετώντας παντού πέτρες και σκόνη. Ο βρικόλακας εκτοξεύεται στον απέναντι τοίχο σαν μύγα που λιώνει στο τζάμι ενός κινούμενου αμαξιού κι ένα ουρλιαχτό πόνου κυριεύει την ατμόσφαιρα. Το κεφάλι μου έτοιμο να εκραγεί και η καρδιά μου μαύρη, σαν τη πίσσα της κολάσεως απ' όπου μόλις ξεβράστηκε. Τα νέα μάτια που μου δόθηκαν, φώναξαν τον δικαστή. Άρχισα να τρέχω μακριά, σχεδόν πετώντας, ουρλιάζοντας με ανείπωτη οργή. Δεν ήξερα γιατί ένιωθα έτσι. Ήξερα μόνο τι ένιωθα. Και αυτό που ένιωθα ήταν αυτό που θα μάθαινα.

Έφτασα στην αρχή ενός δάσους, περικυκλωμένου με συρματόπλεγμα, σκουριασμένο σαν να ήταν γεμάτο ξεραμένα αίματα, ίχνη των προηγούμενων που πέρασαν από μένα. Το μίσος μεγάλωνε σαν δίψα και ακολασία. Κάθε κίνησή μου ήταν γλυκός θάνατος στα μάτια εκείνων που νόμιζαν πως με έβλεπαν. Πήδηξα τον φράχτη και συνέχισα να τρέχω στα βουνά μέχρι που βρήκα μια ομάδα γύρω από μια φωτιά.

"Έρχεται" βρόντηξε ο αρχηγός τους. "σε 1 μήνα, θα είναι εδώ, όταν το φεγγάρι..." Μόνο τις σκοτεινές τους φιγούρες έβλεπα να τρεμοπαίζουν από τη φωτιά, σαν να χόρευαν σε τελετουργικό θυσίας λίγο πριν την αποκορύφωση. Όσο με πλησίαζε, μου πρόσφερε λίγη από τη σάρκα που έτρωγαν λαίμαργα όλοι τους. Εκείνη τη στιγμή φανερώθηκε το μπλε, μυώδες πρόσωπό του με 2 σπιραλοτά κέρατα στο μέτωπο. Μάτια μαύρα, χωρίς αντανακλάσεις, απόγονοι της αβύσσου.

Τότε, μεσολάβησε ένα γεγονός, που μόνο κρυφό μπορεί να προσφέρει κάτι σε αυτόν τον ονειρικό κόσμο. Είναι αβέβαιο και πειραγμένο από τη μνήμη.
Αυτό που σώθηκε ήταν το εξής: 
Η ψυχή. Δεν με άφησε στην άγνοια. Ξύπνησα. Με ξύπνησε για να μου πει πως με είχαν δαγκώσει αλύπητα, χωρίς σταματημό. Και μόλις το άκουσα...μόλις το άκουσα δεν πίστευα στα αυτιά μου. Αυτό που άκουσα, το είχα ξανά ακούσει μέσα μου, χωρίς ήχο. Το ήξερα και δεν ήξερα τις λέξεις. Ήξερα τις λέξεις και δεν τους επέτρεπα να βγουν. Συνειδητοποίησα την πηγή που με βομβάρδιζε για να μου φωνάξει τη θέση της. Δεν θα την έβρισκα αν δεν με είχαν δαγκώσει, ίσως - μια πιθανότητα που δεν είναι ούτε αλήθεια, ούτε ψέμα αφού το παρελθόν πέρασε, κι έγινε όπως έγινε και δεν μπορεί να αλλάξει και δεν μπορούσε να είχε γίνει αλλιώς. Και τα σημάδια δεν θα με αφήσουν να το ξεχάσω ποτέ. Η θυσία είχε ήδη γίνει. Δεν τη γεύτηκα στα χείλη μου. Τη γεύτηκα στο πετσί μου και ακόμα πιο βαθιά.

Το κύμα όμως το ξέβρασε στην επιφάνεια, η επιφάνεια στην ακτή και η ακτή στα βότσαλα. Μόνο το δέρμα μου μαρτυράει το σημάδι και τα μάτια μου τη γνώση. Και τα 2 φθείρονται όμως. Στην επιφάνεια, όχι στην ουσία.

Με σκότωσαν και επιβίωσα και στον θάνατο.
Μόνο που τώρα βαδίζω, ούτε καλός, ούτε κακός, μα βαδίζω σε μια λεπτή κλωστή που όποιος κι αν τραβήξει, εγώ θα επιλέξω που θα πάω, δεξιά ή αριστερά.
Σε κάθε σατανική πλευρά θα της δοθεί αγνότητα, αγάπη και ίσως κάποτε εμπιστοσύνη. Σίγουρα δεν θα μείνει παραμελημένη. Θα νιώσει τη ζεστασιά που έχασε στην αρχή.

Τώρα εγώ ελέγχω την όρασή μου, την ακοή μου, τη γεύση μου, τη μυρωδιά μου, το κορμί μου.

Κι αν ό,τι προηγήθηκε, είναι δικό μου ψέμα, τότε να χαίρεσαι, έγινα σαν εσένα.

Κι επέστρεψα σε μένα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Έχεις κι εσύ Λόγο