Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Angelus Novus


Ξέχασα να σου πω. 
Την είδα. Χτες το βράδυ, αργά. 
Σταμάτα να κουνάς το κεφάλι σου με δυσπιστία - σου λέω, την είδα. Ήταν εκεί, μπροστά μου. Ήταν όμορφη, πολύ όμορφη... 
Ναι, όπως πάντα, δίκιο έχεις. Ήταν όμορφη όπως πάντα. 
Τι φορούσε; Δεν θυμάμαι τι φορούσε. Όχι, μη με κοιτάς πάλι μ' αυτό το ύφος της συγκατάβασης. 
Στο έχω ξαναπεί, τα μάτια σου προδίδουν τη δηκτική ειρωνεία' αυτήν που με δυσκολία καταπίνεις να μη βγει σαν τρομερό γέλιο απ' τα χείλη σου, αυτή, την προδίδουν τα μάτια σου, μην το κάνεις. 
Τι πάει να πει, είμαι σίγουρη; Την είδα, σου λέω, απλώς δεν θυμάμαι τι φορούσε, δεν μπορώ να θυμηθώ τι φορούσε, ήταν νύχτα και δεν μπορώ να... 
Στάσου. Θυμήθηκα. 
Είχε βάλει τα καλά της... 
Σου είπα, ήταν πολύ όμορφη. 
Φορούσε τα κόκκινα μαλλιά μου κι ένα στεφάνι απ' τον καπνό του τσιγάρου του. 
Είχε ντυθεί με το σώμα που με σκέπασε την πρώτη μας νύχτα κι είχε ζωστεί με το πρώτο μας άγγιγμα. Αυτό, που ξεκίνησε κάποτε και δεν σταμάτησε ποτέ ν' ανιχνεύει...
Στ' αυτιά της είχε κρεμάσει τον αναστεναγμό της πρώτης μας ένωσης και στο λαιμό της τις συλλαβές της πρώτης αγάπης... 
Περπατούσε και το πιο εύηχο "σ' αγαπώ" αντηχούσε, καθώς οι πέτρες του κρεμαστού της, 
συγκοινωνούντα εκκρεμή σε ολόκληρη κίνηση, 
συναντούσαν η μία την άλλη. 
Απορώ που δεν τ' άκουσες, ήταν ο πιο εκκωφαντικός ψίθυρος που έχω ακούσει ποτέ μου...
Τα μάτια της; Τι εννοείς "τι φορούσε στα μάτια της"; Αφού το ξέρεις, δεν της άρεσε ποτέ να φτιασιδώνει τα μάτια της. Είχε καρφώσει δυο άσπρα αστέρια στο κέντρο τους και είχε πλέξει την ευχή απ' το όνομά του στα βλέφαρα. 
Για ποιες ρυτίδες μιλάς; Ρυτίδα καμιά. Τα γέλια που δεν ειπώθηκαν. Αυτά είδα. Κυλούν στη σμίλη του προσώπου της, σκαρπέλο από απουσία...
Αν μου μίλησε; Μου τραγούδησε. Κάτι για κάποια γιασεμιά που περιμένει ν' ανθίσουν... Δεν κατάλαβα. Ήμουν πολύ κουρασμένη, και δεν κατάλαβα. Θυμάμαι μόνο που τα έψαχνα με τη μύτη μου. Δεν τα βρήκα...
Τι; Με συγχωρείς, αφαιρέθηκα. Τη σκεφτόμουν όπως τίναζε τα φτερά της κι αφαιρέθηκα. 
"Σκόνη πολλή τα βάρυναν", μου είπε. 
"Το παρελθόν που γεμίζει το βλέμμα σου. Έτσι συνήθως γίνεται, όταν κοιτάς προς τα πίσω. Ο συλλέκτης των στιγμών μέσα σου επιμένει να με λερώνει. Ανασκαλεύει τα οστά του παρόντος σου και σαν μανιώδης μήτρα μαυσωλείων μού τα φορτώνει στην πλάτη"... 
Τι με ρώτησες; Τ' όνομά της; 
Ναι, μου το ζωγράφισε.
Έβγαλε τα παπούτσια της και το χόρεψε. 
"Ιστορία μιας σχέσης" μού αποκάλυψε.
Και πέταξε μακριά μου...

*******************************

Σάστισα. 
Αν πικράθηκα;
Δεν πρόλαβα.
Ένας πόνος με τρύπησε, βελόνα με χρυσή κλωστή. 
"Αύριο" μου κελάηδησε.
Και κατάλαβα...
Δεν παράγει η Ιστορία ερειπωμένες στιγμές,
οι ερειπωμένες στιγμές συνθέτουν την Ιστορία.
"Σκόνη πολλή..."
Καληνύχτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Έχεις κι εσύ Λόγο